Ο Τύπος τότε, στην εποχή της Βλάχου, τώρα και πάντα…
Πολλά μοιάζουν με το σήμερα που έχει φέρει και πάλι τον Τύπο σε χαμηλό βαρομετρικό…
Δημ. Καπράνος |> Ήταν σχολείο, πραγματικά (Πανεπιστήμιο θα έλεγα) η θητεία στην “Καθημερινή” της Ελένης Βλάχου. Με χαμηλό μισθολόγιο αλλά υψηλότατο φρόνημα και ποιότητα. Να σας πω απλώς ότι, μέχρι να πάω στο γραφείο μου (στην μεγάλη αίθουσα του τρίτου ορόφου της Σωκράτους 57) έβλεπα κάποια δυσθεώρητα ύψη της δημοσιογραφίας, που άκουγαν στα ονόματα: Φραγκιάς, Σταματελόπουλος, Κοτζιάς, Τσαλόγλου, Καλλιγάς, Παπαναγιώτου, Κορόβηλας, Ζούλας, Νικολάου, Βούρβουλης, Ψαλτήρας.
Κι εκεί, στο γραφείο, παρέα με τον Αχιλλέα Χατζόπουλο, τον Γιώργο Ταμπακόπουλο, τον Μανώλη Τσαρδούλια, τον Λευτέρη Γύρα, τον Νίκο Κωνσταντόπουλο και τον Νίκο Γεράκης, πέφταμε με τα μούτρα στα χειρόγραφα (τότε δεν είχαμε ούτε γραφομηχανές) και μαθαίναμε, μαθαίναμε καθημερινά…
Τώρα, έπειτα από πολλά χρόνια, ένιωσα την ανάγκη να ξαναδιαβάσω τα βιβλία της μεγάλης κυρίας της δημοσιογραφίας, της σειράς “Πενήντα και κάτι”, τα οποία έχω στην βιβλιοθήκη μου με ιδιόχειρη αφιέρωσή της. Για προσέξτε ένα σημείο:
“Στην δεκαετία του ’50 άρχισε να χαλάει το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Για πολλούς και διαφόρους λόγους. Ο κυριότερος ήταν η μηχανική πρόοδος, τα όλο και πιο τέλεια μηχανήματα, ραδιόφωνα, τηλέτυπα, μαγνητόφωνα, που είχαν εισδύσει στην εφημερίδα και είχαν μονοπωλήσει την είδηση, είχαν κάνει δικό τους κάθε γεγονός, κοντινό ή μακρινό και το ταξίδευαν μέσα σε δευτερόλεπτα και το παρέδιδαν γραμμένο από βιαστικά, αόρατα δάκτυλα.
Ο δημοσιογράφος μάθαινε και αυτός την είδηση όταν την έβλεπε τυπωμένη στα τηλεγραφήματα των ξένων πρακτορείων, που έφθαναν σε ασταμάτητα κύματα. Δεν τον έστελναν πια ανταποκριτή σε ξένες χώρες, σε μακρινούς πολέμους, σε επαναστάσεις, σε πολιτικές αναταραχές.
Έως ότου φθάσει εκεί, γράψει και στείλει την ανταπόκριση, οι εντυπώσεις του ήταν ξεπερασμένες, τα δικά του “νέα” γνωστά, περιττά. Τέλος οι αποστολές της τελευταίας στιγμής: “Ποιός θα πάει; Να φύγει αμέσως!…”
Τώρα ο δημοσιογράφος πλούτιζε την είδηση με σχόλια, με εξηγήσεις, αναλύσεις, με δουλειά γραφείου χωρίς την ζωντανή εικόνα της αγωνίας και του κινδύνου, που θα την είχε ζήσει εν είχε βρεθεί επί τόπου.
Άλλος λόγος, τελείως διάφορος, άσχετος με τα μηχανήματα και την τεχνική πρόοδο, ήταν η όλο και πιο αισθητή ανάμειξη των μελών της κυβερνήσεως στην λειτουργία των εφημερίδων. Επί κυβερνήσεως Παπάγου και λόγω της επιρροής Μαρκεζίνη, σημειώθηκε αυτό το αυξημένο, αυτή η περιέργεια και ακόμη περισσότερο η διάθεση να έχουν οι επί κεφαλής την δυνατότητα να αναμιγνύονται στα δημοσιογραφικά….”
Και παρακάτω: “Η κυβέρνηση μας ήθελε, εμάς τις φιλικές εφημερίδες, όλο και πιο κοντά όχι μόνο πιστές σε μια θερμή συμπολίτευση, αλλά χωρίς “μυστικά” σε συνεχή συνεννόηση.
“Τί άρθρο γράφετε αύριο;…”Τί θα πείτε για τα γεγονότα στη Βουλή;…”. Και οι επί κεφαλής του πολιτικού ρεπορτάζ, όχι μόνο τους έλεγαν αλλά τους άκουγαν, έπαιρναν γραμμή!”…
Όπως βλέπετε, πολλά μοιάζουν με την σημερινή εποχή, που έχει φέρει και πάλι τον Τύπο σε χαμηλό βαρομετρικό.
Η πρόοδος, οι μηχανές, η ανάμιξη, η κυβερνητική-πολιτική παρεμβολή. Αλλά οι εφημερίδες άντεξαν και το ξεπέρασαν, Γιατί πάντα θα υπάρχουν οι νησίδες ασφαλείας. Πάντα…