Διαδοχή γενεών, με το μαόνι απέναντι σε φτηνή φορμάϊκα
Μόνο όταν βυθίζουμε το ξίφος στην ψυχή του άλλου, τότε μόνο περνάμε ο ένας μέσα στον άλλον
Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> …”Ενδείξεις! ενδείξεις! ενδείξεις!“, λέει εμφατικά, περιχαρακώνοντας την εκλογίκευση της ιατρικής Πράξης, ο βιολογικά νεαρός, ίσως ψυχικά μεσήλικος τεχνοκράτης με τις ανώτερες διοικητικές ευθύνες.
Ίσως γνωρίζει ότι το τριαδικό στοιχείο ανέκαθεν λειτουργούσε υποβλητικά, από τη θρησκεία μέχρι το κοινωνικό της ισοδύναμο, την πολιτική κυριαρχία. Στέκεται πίσω από το επιβλητικό γραφείο, σκύβοντας ελαφρά εμπρός και στηρίζοντας τα χέρια πάνω στο βαρύ μαόνι του επίπλου∙ κυρίως πάνω στο πολύπτυχο κύρος των μεταπτυχιακών σπουδών του στη μητρόπολη του Management –Management of Health Services εν προκειμένω.
Νιώθει, και μάλλον έτσι είναι, πως αποστομώνει τον βιολογικά μεσήλικο γιατρό απέναντί του με τις «γνωστές» εκτός εποχής απόψεις∙ με το στενό δανεικό γραφειάκι επιπλωμένο με φτηνή φορμάϊκα, με τους απεγνωσμένους του να τον περιμένουν στημένοι όρθιοι μισογερμένοι στον διάδρομο∙ προσδοκώντας ένα τίποτα να πιστέψουν πως δε χάθηκαν όλα, ένα χαμόγελο, ένα χτύπημα στην πλάτη… θα τα καταφέρουμε πάλι, μη φοβάσαι…
Λοιπόν, είναι αυτός απέναντί μου, απέναντί του είμαι εγώ∙ πάντα απέναντι στέκουμε οι άνθρωποι ποτέ πλάι ή μέσα ο ένας στον άλλον. Μόνο όταν βυθίζουμε το ξίφος -κάθε εποχής- την αιχμή στο σώμα, στην ψυχή του άλλου, τότε μόνο περνάμε ο ένας μέσα στον άλλον. Μιλάμε -υποτίθεται.
Όχι, ποτέ δε μιλάμε οι άνθρωποι ο ένας στον άλλον, χείλη σαλεύουμε και αέρα σπρώχνουμε έξω, αέρα αποξυγονωμένο, αέρα βρόμικο. Δε συζητούμε, καθένας κοινοποιεί όσες σκέψεις του εκτιμά πως είναι τακτικά ή στρατηγικά χρήσιμες. Δε συζητούμε, αφού συζητώ σημαίνει αναζητώ κάτι μαζί με κάποιον ή κάποιους άλλους ενώ εμείς μόνο με τις δικές μας σκέψεις κάθε φορά συζητούμε∙ ένα διαρκές σκουός ας πούμε, αυτό το μοναχικό παιχνίδι που παίζουν όσοι ούτε με τον εαυτό τους δεν τα βρίσκουν. Ποτέ δεν ακούμε τον άλλον όταν μιλάει, προβάρουμε από μέσα μας όσα θα του πούμε και φουσκώνουμε περήφανοι ακούγοντας την ηχώ μας.
Τέλος πάντων. Εγώ, ο παλαιικός, ο outdated δουλεύω ακόμα με παλαιά εργαλεία∙ αυτά που κάποτε απογείωσαν τον ανθρώπινο νου από τις σπηλιές, στο διάστημα.
Έτσι, τώρα που τον ακούω, παίζω με τη φαντασία∙ μαντεύω τους κήρυκες της Νέας Εποχής, της Νέας Νεωτερικότητας, της Global Government. Μαζεμένοι όλοι σε μια μεγάλη αίθουσα, ένα ωοειδές τεράστιο τραπέζι, Ιππότες Στρογγυλής Τραπέζης. Κάθονται γύρω γύρω, στην κορυφή ο Μεγάλος Αδελφός, ο King Arthur έστω, δίπλα του ο Lancelot διερμηνεύει. Όλοι τον κοιτάζουν με δέος -είναι ο Μέγας Ιερέας Καθοδηγητής. Κάποια στιγμή αυτός θα σφυρίξει όπως έχιδνα πριν την επίθεση: “the party is over” και αυτοί θα το επαναλάβουν τρεις τουλάχιστον φορές μέσα τους όπως καλοί μαθητές πριν τις εξετάσεις -τρία, ο Μαγικός Αριθμός. Ύστερα θα βγουν από το Άδυτο της Σύσκεψης και θα προχωρήσουν αργά όπως υπνωτισμένοι προς τους άλλους, τους Κήρυκες Αναμεταδότες, που περιμένουν να μεταδώσουν παντού το χαρμόσυνο μήνυμα …“the party is over”, τόσοι εκεί παραέξω ανυπομονούν να το αναμεταδώσουν όπως αντίδραση αλυσιδωτή “the party is over” “the party is over” “the party is over” “the party is over” “the party is over”…
Φτάνει, φτάνει, φτάνει!.. Πίσω από τις χαρούμενες φωνές της επιτέλους Σωτηρίας, ένα άλλο πάρτι αθέατο στα μάτια των πολλών έχει στηθεί, έχει ήδη αρχίσει στα μουλωχτά “another party is on, long time ago”. Είναι τα Δονάκια που χοροπηδούν και μαζεύουν, σαρώνουν, καταπίνουν λαίμαργα ό,τι είχε αποχαλινωθεί σε ανάρμοστη ευδαιμονία. Δονάκια: οι αφανείς μοχλοί της χολέρας, της όποιας επιδημικής ώσης, οι ανελέητοι scavengers των σκουπιδιών, των αποβλήτων της ζωής∙ της Ιστορίας. Δονάκια απειροστικά, Πάρτι αναρίθμητα, Χοροί Δαιμονικοί.
Γυρίζω τώρα και λέω. Ίσως ο ωραίος νεαρός μπροστά μου ήταν Εκεί, στη Μεγάλη Σύσκεψη, ίσως όχι. Ίσως είναι ήδη Μυημένος, ίσως αναμένει τη Μύηση. Ίσως ξέρει, ίσως όχι. Δεν ξέρω και δε θέλω να ξέρω. Πάντα πίστευα ό,τι δε με μάτωνε -τούτος εδώ μου είναι τουλάχιστον συμπαθής.
Όμως…
Μιλώ ανθρώπους, μιλά αριθμούς. Αισθάνομαι πως δεν είναι μητρική του γλώσσα. Και πώς να καταλάβω μια ξένη ολότελα λαλιά από στόμα που δική του δεν είναι; Μιλάμε μα ήχοι δε παράγονται. Πάντως, αυτός έχει δίκιο. Εγώ είμαι που από χρόνια δεν έχω τίποτε πια να πω. Εγώ που επιμένω εδώ, εδώ που χάθηκα εδώ που θα χαθώ. Εδώ που ο θαρραλέος νεαρός ίσως φοβάται να διαβεί. Εδώ που κι αυτός θα γίνει όπως εγώ. Αλλά έχει δρόμο μέχρι να φτάσει Εδώ. Στην άμμο της Αρένας. Εδώ που κείται ο βαθύς Εγώ μου αμετανόητος.
Καιρός παντί πράγματι.
(*) Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ. ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”