Μια λαϊκή ταινία, για τον εθνικό μας λαϊκό βάρδο Στέλιο Καζαντζίδη
Άκης Καπράνος* |> Πριν καν γράψει μια λέξη, ο κριτικός κινηματογράφου που ετοιμάζεται να ανοίξει κουβέντα για το «Υπάρχω», οφείλει να λάβει υπόψη του όλες τις συμβάσεις μιας μουσικής βιογραφίας που έχει αποδέκτη το ευρύ κοινό. Και αυτές είναι ίδιες, είτε γυρίζεις μια ταινία για τους Queen και τον Elvis, είτε για τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη μακράν πιο εμβληματική μορφή του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού.
Δεν πρόκειται άλλωστε για μια μικρή, ανεξάρτητη παραγωγή. Σε αυτό το τερέν, οι εκάστοτε μουσικόφιλοι σκηνοθέτες έχουν συνήθως ένα ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο παίζουν μπάλα – το θέτουν βασικά οι ίδιοι (θυμηθείτε το υπέροχο «Control» του Άντριου Κόρμπαϊν). Παρ’ όλα αυτά, και στις δυο περιπτώσεις, είναι καλό να θυμόμαστε πως μιλάμε πάντα για ταινίες μυθοπλασίας: Η αλήθεια είναι για τους βιογράφους και τις βιβλιοθήκες. Και σινεμά πάμε για να ψυχαγωγηθούμε. Είναι λοιπόν, πολύ σημαντικό που μια ταινία σαν το «Υπάρχω» φέρει την υπογραφή του Γιώργου Τσεμπερόπουλου.
Δεν υπάρχει πλάνο που να μη νιώθεις το στιβαρό χέρι ενός αφηγητή που καθοδηγεί την ιστορία του με χάρη, καθώς εμείς παρακολουθούμε τις πρώτες δόξες (αλλά και τις πρώτες απογοητεύσεις) ενός νεαρού Στέλιου σε ένα φιλμικό σύμπαν καμωμένο με ρετρό νοσταλγία – και μην μπερδεύεστε: Η τελευταία είναι πάντα ευπρόσδεκτη όταν δεν εκπίπτει στην κακογουστιά.
Ο δε Μάστορας δεν αποδεικνύει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που έχει καταγράψει η κινηματογραφική ιστορία, κάθε φορά που ένας δημοφιλής τραγουδιστής στέκεται μπροστά από μια κάμερα (από τον Τζόνι Χαλιντέι και τον Αντριάνο Τσελεντάνο, μέχρι τον Μικ Τζάγκερ και τον Μπόουι): Οι άνθρωποι της μουσικής σκηνής, τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα στο σινεμά από εκείνους του θεατρικού πάλκου.
(*) Κριτική του Άκη Καπράνου, από την ‘’Ναυτεμπορική’’