Τελικά οι δημοτικές αστυνομίες, μάλλον υπάρχουν ΜΟΝΟΝ για να γεμίζουν τα ταμεία των δήμων
Καλημέρα σας, κύριε Καμίνη…
Εφ. ΕΣΤΙΑ |> Ξεκινώ, που λέτε, νωρίς από τον Πειραιά και πάω για την Ευελπίδων, προκειμένου να εξετασθώ ως μάρτυς σε ένα οικογενειακής φύσεως θέμα ενός φιλικού μου ζεύγους. Απλά πράγματα, εννιά θα αρχίσει το δικαστήριο, εννιά και πέντε θα έχω φύγει…
Σκέπτομαι να αφήσω το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του μετρό στου Φιξ, να πάω με το τραινάκι στην Ομόνοια, να πάρω τον ηλεκτρικό, να κατέβω στην Βικτώρια και να περπατήσω μέχρι την Ευελπίδων.
Βλέπω ότι είναι “καθαρή” η Συγγρού και παίρνω το θάρρος να πάω με το “σταρλετάκι” μέχρι την Ευελπίδων. Και, πράγματι, φθάνω σχετικά εύκολα, παρκάρω σε ένα από τα πολλά πάρκινγκ, πηγαίνω στο Δικαστήριο, πίνω κι ένα εσπρέσο στο όρθιο και εννιά και δέκα έχω τελειώσει!
“Νωρίς είναι, δεν πάω μια βόλτα μέχρι την Κυψέλη, να θυμηθώ τα παλιά, τότε που γυρίζαμε όλη την Αθήνα και καταλήγαμε στην Φωκίωνος“, λέω μέσα μου και, καθώς ανεβαίνω την οδό Σκύρου, βρίσκομαι στο παρκάκι της Αγίας Σωτήρας! Εδώ, που κοντά έμενε η νονά μου και με έφερναν οι γονείς μου για να την δω και εν συνεχεία να πάμε για φαγητό στην “Κληματαριά”, μια ταβέρνα που θα πρέπει να ήταν κάπου εκεί κοντά…
Βρίσκω ένα κενό, στο σχεδόν κατεστραμμένο πεζοδρόμιο, πίσω από ένα άλλο σταθμευμένο όχημα σταματώ και κατεβαίνω για να “πατήσω” στο παρκάκι, να θυμηθώ εκείνα τα χρόνια…
Σε όλη την διαδρομή, από την Ευελπίδων μέχρι εδώ, η εικόνα είναι άθλια, εικόνα εγκαταλείψεως, βρώμικος δόμος, βρώμικοι τοίχοι, διπλό παρκάρισμα, μια οσμή βαριά και καταθλιπτική…
Στους τοίχους του μικρού, πέτρινου κτίσματος, κακόμορφα “γκράφιτι”, το έδαφος σκληρό, με κάποιες τούφες χόρτου και λακκούβες, με τις κούνιες της “Παιδικής Χαράς” (που λέει ο λόγος) σκουριασμένες. Μελαγχολία, θέαμα πόλεως τριτοκοσμικής, αλλά η νοσταλγία τα ξεπερνάει όλα ετούτα και εγώ θυμάμαι την νονά μου, που ήταν “αρχόντισσα” και μου έπαιρνε τα καλύτερα λουστρίνια για την Πρωτοχρονιά και τα καλύτερα πέδιλα την Λαμπρή!
Δύο κυρίες έχουν φέρει τα σκυλάκια τους να “ξεμουδιάσουν” στο παρκάκι, συζητούν μεγαλόφωνα για έναν γείτονα που “του έσπασαν την πόρτα κλέφτες μέρα-μεσημέρι“…
Άντε, να έμεινα στο παρκάκι δέκα λεπτά σκάρτα. Και βρίσκω φαρδιά-πλατιά μια κλήση της δημοτικής αστυνομίας! Αριθμός κλήσεως 9505. Όλα τα άλλα -πλην του αριθμού του μικρού “στάρλετ”- δυσανάγνωστα. Και κάπου γράφει η κλήση “κατέλαβα τον εν λόγω οδηγό στις 9.22 (δυσανάγνωστα)” και κάπου βλέπω “80 ευρώ”!
Ουδείς “με κατέλαβε”, ψεύδος ασύστολο! Άλλωστε, είχα αφήσει αναμμένα τα “αλάρμ”, δείγμα τού ότι θα έφευγα αμέσως.
“Για κοίτα, φίλε μου. Μια άθλια Αθήνα, σε ένα σημείο όπου ακόμη δεν έχει βγει ο ήλιος, χωρίς να υπάρχει κίνηση και βρέθηκε δημοτικός αστυνομικός να συλλάβει τον μεγάλο παραβάτη“, σκέπτομαι καθώς κοιτάζω την κλήση με θυμηδία…
-Ά, έτσι γίνεται! Κρύβονται στη γωνία και μόλις παρκάρει κανένας , ακόμη και για να πάρει τσιγάρα” του τη μπουμπουνίζουν και φεύγουν!”, μου λέει μια κυρία, από το απέναντι παράθυρο!
Καλημέρα σας, κύριε Καμίνη!