Ο ελληνισμός, η εθνική εξωτερική πολιτική και το χάος της ανάφλεξης
Η θέση υπέρ μιας ελληνοϊσραηλινής συμμαχίας, ίσως να… ξενίζει τους ένθερμους υποστηρικτές των παλαιστινιακών διεκδικήσεων
respublica.gr* |>Σε πρώτη φάση, όταν χάνονται ζωές, ιδιαίτερα ζωές αμάχων, θέση που συμβαδίζει με τις αρχές της κοινής ευπρέπειας είναι η αναζήτηση μεθόδων για την οριστική παύση των εχθροπραξιών. Όσα συμβαίνουν αυτές τις ώρες ανάμεσα σε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους έχουν μακρά ιστορία που περιλαμβάνει τραγικά σφάλματα.
Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τα διπλωματικά σφάλματα των Ισραηλινών, αξίζει να δούμε παλαιότερο κείμενο της Hannah Arendt, για την απουσία πολιτικής προσέγγισης, από την πλευρά των Ισραηλινών, των γειτονικών τους λαών.
Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1960 (όπου και είχε δημοσιευτεί το κείμενο της Arendt) μέχρι και σήμερα τα δεδομένα και οι παγκόσμιοι πολιτικοί παίκτες έχουν αλλάξει σημαντικά, στο βαθμό που πλέον καλούμαστε να αναγνωρίσουμε την παγκόσμια απειλή του πολιτικού Ισλάμ, την πολιτικοποίηση δηλαδή μιας θρησκείας με στόχο την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων μέσω της εκμετάλλευσης λαϊκών αντιδράσεων.
Στο άρθρο αυτό δεν θα επικεντρωθούμε στο θέμα της Παλαιστίνης. Σημείο αναφοράς μας θα είναι ο ελληνισμός και, κυρίως, η ακεραιότητα του ελληνικού έθνους-κράτους μέσα στον κόσμο: σε επίπεδο Διεθνών Σχέσεων και σε μια περίοδο ανάδυσης ισλαμιστικών κινημάτων στον αραβικό κόσμο. Όπως έχουμε υποστηρίξει στην αρθρογραφία μας, στις Διεθνείς Σχέσεις δεν υπάρχουν πραγματικές «φιλίες», ούτε μεταξύ των φιλελεύθερων κρατών, του σκληρού δυτικού πυρήνα, ούτε πολύ περισσότερο μεταξύ δεσποτικών συστημάτων, όπως η Τουρκία του Ερντογάν, η Κομμουνιστική Κίνα ή/και η Ρωσία του Πούτιν.
Υπάρχουν, ωστόσο, άξονες συμμαχιών, κοινά συμφέροντα και κυρίως κοινοί εχθροί. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε συμμαχίες μεταξύ ομόθρησκων κρατών, τουτέστιν, ότι λαοί που ακολουθούν την ίδια θρησκεία και δόγμα κατ’ ανάγκη θα υποστηρίζει ο ένας τον άλλον σε κάθε περίσταση, ακριβώς λόγω της κοινής θρησκευτικής τους ταυτότητας.
Βλέπουμε, για παράδειγμα, τη φιλοτουρκική στάση της -κατά τα άλλα Ορθόδοξης- Ρωσίας. Βλέπουμε επίσης και την απουσία αλληλεγγύης μεταξύ πολλών Αράβων/μουσουλμάνων προς του Άραβες της Παλαιστίνης. Έχουμε, ωστόσο, υποστηρίξει ότι η θρησκεία από μόνη της δεν μπορεί να μας πει πολλά, δεδομένου ότι και αυτή επηρεάζεται και, σε τελική ανάλυση, εγγράφεται στο σύνολο των αξιών που έχει ενσωματώσει μια κοινωνία.
Ως εκ τούτου, δύο ομόθρησκοι και ομόδοξοι λαοί, όπως ο ελληνικός και ο ρωσικός, ενδέχεται να μη συγκλίνουν ούτε ως προς τη θέαση και, συνεπώς, τους τρόπους ζωής και τις γενικότερες αντιλήψεις που διαμορφώνουν τη συλλογική τους ταυτότητα, ούτε ως προς τα ιδιοτελή συμφέροντα της εκάστοτε συλλογικότητας μέσα στη διεθνή σκακιέρα.
Συνεπώς, αν σκάψει κανείς βαθύτερα, πέρα από τις επιφανειακές ομοιότητες δύο ομόθρησκων και ομόδοξων λαών, ενδέχεται να έρθει σε επαφή με δύο διαφορετικές κοινωνικές ανθρωπολογίες ή κοσμοσυστήματα, με δύο σύνολα αντικρουόμενων, πολλές φορές, φαντασιακών αναπαραστάσεων ή και περισσοτέρων από δυο, δεδομένης της ύπαρξης ενδοσυλλογικών και ενδοεθνικών διαφοροποιήσεων.
Το θέμα της Ρωσίας και του αραβικού εθνικισμού έχει πυροδοτήσει πολλές φορές συζητήσεις αναφορικά με τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα. «Ανήκουμε στη Δύση» ή μήπως δεδομένης της διαχρονικής επιβολής κυριαρχίας των δυτικών δυνάμεων έναντι της χώρας μας ανήκουμε στον αντιδυτικό άξονα: Αραβικός εθνικισμός/Σοβιετική Ένωση (παλαιότερα), αντιαποικιοκρατικά κινήματα, κτλ; Αναμφισβήτητα οφείλουμε να προσεγγίζουμε με σκεπτικισμό την πολιτισμική πτυχή του δυτικού χαρακτήρα της Ελλάδας, δηλαδή το γνωστό και γενικότροπο «ανήκουμε στη Δύση». Αυτό διότι, στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν ανήκει ούτε στη Δύση, ούτε στην Ανατολή.
Ο μείζον ελληνισμός έχει μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή ταυτότητα που του επιτρέπει, με όλα τα θετικά και αρνητικά που ενέχει αυτή η ιδιαιτερότητα, να «παντρεύει» υπό μία έννοια, στοιχεία του ανατολικού με το δυτικό πολιτισμό, δίχως να «ανήκει» σε κάποιον από αυτούς. Από ιστορική άποψη, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας το πόσο έντονα επηρεάστηκε το κίνημα της Αναγέννησης από τον ελληνικό κόσμο.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, οφείλουμε να διαχωρίσουμε τον ελληνικό πολιτισμό (αρχαίο ή Βυζαντινό) από τον αμιγώς δυτικό, καθότι ο ελληνικός κόσμος ουδέποτε ασπάστηκε την ιδέα της αέναης εξάπλωσης και της προόδου. Πολύ περισσότερο, δεν εξέθρεψε κάποιο φαντασιακό το οποίο θα μπορούσε να προσιδιάζει στην οπτιμιστική και τελολογική αντίληψη περί «τέλους της ιστορίας» που αποτελεί κληροδότημα, κατά βάση, πουριτανικών θρησκευτικών αιρέσεων, οι οποίες με τη σειρά τους, σύμφωνα με τον John Gray, αποτελούν την πεμπτουσία της δυτικής νεωτερικής σκέψης. Την ίδια στιγμή, ο ελληνικός κόσμος δεν ασπάστηκε τις ακραία πεσσιμιστικές αξίες του Αυγουστίνου, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για την ιδεολογική δικαιολόγηση δεσποτικών καθεστώτων στη Δύση, καθεστώτα εφάμιλλα των αφροασιατικών δεσποτειών.
Πολύ συνοπτικά, σε γεωπολιτικό επίπεδο, η Ελλάδα δεν ανήκει ούτε στο σκληρό πυρήνα των δυτικών κρατών, ούτε βεβαίως στο ανατολικό σύμπαν. Φαντάζει αναπόδραστο το σενάριο υπέρ του δυτικού τόξου, δεδομένης της απειλής του ακραία απολυταρχικού πολιτικού Ισλάμ. Σενάριο στο οποίο όμως πρέπει να συνυπολογιστεί η ζωτική ανάγκη να υπάρξουν δικλείδες εξασφάλισης του εθνικού συμφέροντος, διότι η νεώτερη ιστορία μας διδάσκει ότι ποικίλες δυτικές δυνάμεις στο παρελθόν δεν ήθελαν μια Ελλάδα ισχυρή και ανεξάρτητη, εφόσον την έβλεπαν, είτε ως απειλή στα σχέδιά τους για παγκόσμια ηγεμονία, είτε ως αναξιόπιστο σύμμαχο. Άλλωστε, είναι γενική αρχή ότι μια αξιόπιστη χώρα δεν δίνει «λευκές επιταγές» σε κανένα, αντιθέτως είναι ικανή να σταθμίζει κάθε κατάσταση ξεχωριστά.
Εξίσου επικίνδυνη, ενδεχομένως περισσότερο, είναι η τυφλή φιλοαραβική και οριενταλιστική στάση που καλλιεργήθηκε διαχρονικά από τις δυνάμεις της ελληνικής Αριστεράς, κυρίως του Ανδρέα Παπανδρέου, και που στις πιο ακραίες (ακροαριστερές) εκδοχές της εκφράζει: α) διάχυτο μίσος για το δυτικό κόσμο και β) μια φετιχοποίηση του αντι-αποικιοκρατισμού. Το πλαίσιο του σκεπτικού μας έχει μια βασική αρχή: πρωτίστως καλούμαστε να αναζητήσουμε την οικουμενική ελληνική ταυτότητα. Κάτι τέτοιο, αναμφίβολα, συνεπάγεται ότι δεν «είμαστε δυτικοί», αλλά ούτε και «ανατολίτες».
Αναζητάμε κοινά στοιχεία κοσμοθέασης και δημοκρατικότητας τα οποία, δε δύναται να βρεθούν σε δεσποτικές χώρες ή πληθυσμούς που χρησιμοποιούν ως όπλα τους τις διώξεις πολιτικών αντιφρονούντων, τη φίμωση του τύπου και της αντιπολίτευσης, την τρομοκρατία και κάθε είδους θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Μπορούμε, εν συντομία, να πούμε ότι είμαστε πιο κοντά στη Δύση χωρίς να είμαστε Δύση.
Στις δεδομένες συνθήκες, αν πραγματικά επιθυμούμε η χώρα μας να χαράξει μια πολιτική ικανή να δώσει απαντήσεις στα γεωπολιτικά αδιέξοδα της Ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένου και του Παλαιστινιακού, οφείλουμε αρχικά να κατανοήσουμε ότι μέσα από την αναζωπύρωση της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, το καθεστώς Ερντογάν, προσπαθεί να συσπειρώσει τον ισλαμικό πυρήνα της Τουρκίας πατώντας στο αφήγημα του προστάτη των ισλαμικών κρατών και δημιουργώντας ομοσπονδίες με άλλα ισλαμικά κράτη, συμπεριλαμβανομένου του Παλαιστινιακού, ενάντια στην αυταρχική Ευρώπη.
Θα ήταν γόνιμη, και προς το συμφέρον της Ελλάδας, μια καλή και στενή συνεργασία με δυτικές δυνάμεις, και ιδίως με την Γαλλία. Το Ισραήλ, μέχρι σήμερα, φαίνεται πως είναι ίσως η μοναδική χώρα που δείχνει τόσο καθαρά και με ετοιμότητα την εναντίωσή του στα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας. Ενδεχομένως, η θέση υπέρ μιας ελληνοϊσραηλινής συμμαχίας να προκαλούσε θυμηδία στους ένθερμους υποστηρικτές των παλαιστινιακών διεκδικήσεων.
Ωστόσο, όπως προαναφέραμε, η εξωτερική πολιτική δε συνυπολογίζει «ανθρωπιστικές συμπάθειες». Πολλές φορές τείνει να είναι ψυχρή, και αν σκεφτούμε την περίπτωση του τουρκικού πανεθνικισμού, ο οποίος απειλεί την ίδια την ύπαρξη του ελληνισμού – ασχέτως και αν τμήμα της εγχώριας διανόησης αρνείται να το παραδεχτεί- κρίνεται επιτακτική η ανάγκη συμμαχιών, με χώρες όπως το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι οποίες ενδέχεται, κατά τη κρίση ορισμένων, να μη συμβαδίζουν με τις δικές μας αξίες. Αξίζει να επιμείνουμε, για μια ακόμη φορά: σε κανένα σύμμαχο δεν θα πρέπει να δοθεί «λευκή επιταγή», όπως έχουμε τονίσει και παλαιότερα. Εν κατακλείδι, είναι ελάχιστα παραγωγικό να ταχθούμε λεκτικά υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, αν δεν έχουμε προηγουμένως ξεκαθαρίσει ότι τασσόμαστε -και με ποιον τρόπο- πρώτα απ’ όλα, υπέρ της Ελλάδας.
(*) Συνδιαμόρφωση κειμένου: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Γιώργος Κουτσαντώνης