Δεν ζει πια ο νομπελίστας λογοτέχνης Γκύντερ Γκρας των Τσιγγάνων…
Το 2012 έγραψε για την Ελλάδα το ποίημα «Η ντροπή της Ευρώπης»
Στα 87 του χρόνια έφυγε από τη ζωή ο Γκύντερ Γκρας ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Γερμανούς συγγραφείς, ο οποίος βραβεύτηκε το 1999 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Εκτός από τα μυθιστορήματα με τα οποία έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο, έγραψε θεατρικά έργα και ασχολήθηκε με την ποίηση. Συγχρόνως είχε έντονη ανάμειξη στην πολιτική ζωή της Γερμανίας.
Σύμφωνα με την Wikipedia o Γκύντερ Γκρας γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου του 1927 στην ελεύθερη πόλη του Ντάντσιχ από Γερμανό προτεστάντη πατέρα και καθολική μητέρα, πολωνικής καταγωγής και ανατράφηκε ως καθολικός. Αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς, όταν ήταν δεκαπέντε χρόνων να καταταγεί στα γερμανικά υποβρύχια, για να ξεφύγει από το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον του, όπως ο ίδιος υποστήριξε σε συνέντευξή του το 2006, εντάχθηκε πρώτα στο Reichsarbeitdienst και το 1944 στα Waffen-SS (ένοπλος κλάδος της SS). Ως μέλος των Waffen-SS συμμετείχε στις επιχειρήσεις της 10ης Μεραρχίας Θωρακισμένων SS “Frundsberg” από τον Φεβρουάριο του 1945 μέχρι τον Απρίλιο του ίδιου έτους, οπότε τραυματίστηκε, συνελήφθη από Αμερικανούς στρατιώτες και στάλθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων.
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε για δύο χρόνια σε ορυχείο και έλαβε εκπαίδευση λιθοξόου. Αργότερα σπούδασε γλυπτική και γραφιστική, πρώτα στην Ακαδημία Τεχνών του Ντίσελντορφ (Kunstakademie Dusseldorf) και έπειτα στο Βερολίνο. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ξεκινά και το λογοτεχνικό του έργο, που θα τον κάνει παγκοσμίως γνωστό. Από το 1983 έως το 1986 διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου. Ο Γκύντερ Γκρας νυμφεύτηκε δύο φορές, το 1954 και το 1979.
Ο Γκύντερ Γκρας, για πάνω από μισό αιώνα αποτελεί ένα είδος «ηθικής συνείδησης» της Γερμανίας, καθώς με το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και τις δημόσιες παρεμβάσεις του προσπάθησε να εμποδίσει τον εφησυχασμό των συμπατριωτών του που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήθελαν να κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, ξεχνώντας τα ναζιστικά εγκλήματα.
Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με το μυθιστόρημα του “Το τενεκεδένιο ταμπούρλο” που εκδόθηκε το 1959 και έγινε ταινία είκοσι χρόνια αργότερα. Ακολούθησαν το 1961 το “Γάτα και Ποντίκι” και το 1963 το “Σκυλίσια μέρα” που μαζί με το “Τενεκεδένιο ταμπούρλο” αποτελούν την “Τριλογία του Ντάντσιχ“. Άλλα γνωστά του έργα, που μεταφράστηκαν και στα ελληνικά, όπως και η “Τριλογία του Ντάντσιχ”, είναι: “Η πρόβα της εξέγερσης των πληβείων” (1966), “Ο Μπουτ το ψάρι” (1977), “Δυσοίωνα κοάσματα” (1992), “Γράφοντας μετά το Άουσβιτς” (1993), “Ένα ευρύ πεδίο” (1995), “Ο αιώνας μου” (1999) και “Σαν τον κάβουρα” (2002).
Αν και δεν έγινε μέλος του Σοσιαλοδημοκρατικού Κόμματος, ο Γκύντερ Γκρας τάχθηκε υπέρ της σοσιαλοδημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι μόνο με μεταρρυθμίσεις και όχι με επαναστατική ανατροπή είναι δυνατή η οικονομική και κοινωνική αλλαγή. Έτσι, υποστήριξε την κυβέρνηση του Βίλι Μπραντ, ασκώντας της, όμως, έντονη κριτική.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο Γκρας τάχθηκε ενάντια στην ένωση των δύο Γερμανιών και πρότεινε, για τουλάχιστον μια επταετία, μια Συνομοσπονδία των δύο Γερμανικών κρατών, η οποία μελλοντικά θα μπορούσε να αποκτήσει την μορφή μιας ένωσης Γερμανικών κρατών.
Υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των τσιγγάνων, υποστηρίζοντας την ανάγκη χορήγησης σε αυτούς ευρωπαϊκού διαβατηρίου, που θα τους επιτρέπει τη διαμονή σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος. Δημιούργησε στην Ρουμανία ένα ίδρυμα για τους Ρομά, με την ονομασία «Εταιρία για τους Απειλούμενους Λαούς», το οποίο κάθε χρόνο βραβεύει όσους προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή των τσιγγάνων. Για τον Γκύντερ Γκρας οι Τσιγγάνοι είναι αυτό που καμωνόμαστε ό,τι είμαστε εμείς: εκ γενετής γνήσιοι Ευρωπαίοι…