ΓΣΕΒΕΕ: Τα μισά νοικοκυριά δεν “βγάζουν” τον μήνα
Έρευνα σε πανελλαδικό δείγμα 804 νοικοκυριών, κατά το διάστημα 7 έως 12 Δεκεμβρίου 2018 (ΠΙΝΑΚΑΣ)
|> Η 7η κατά σειρά εφετινή έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών, αποτελεί την 1η που διεξάγεται ύστερα από την ολοκλήρωση των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση από τα ευρήματα της έρευνας καταγράφεται μια βελτίωση στους περισσότερους από τους δείκτες προσδιορισμού της κατάστασης των νοικοκυριών, γεγονός που ακολουθεί την γενικότερη βελτίωση που καταγράφουν οι κύριοι δείκτες της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο είναι εμφανείς οι επιπτώσεις από την 10ετή οικονομική κρίση και την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που επιλέχθηκε ως μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης χρέους της ελληνικής οικονομίας.
Έτσι και παρά την βελτίωση των δεικτών της έρευνας εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ διαπιστώνονται τα ακόλουθα που θα πρέπει τουλάχιστον να προβληματίσουν την ελληνική κυβέρνηση και τα πολίτικα κόμματα :
- 3 στα 10 νοικοκυριά διαβιούν με ετήσιο εισόδημα λιγότερο από 10.000 €
- για 1 στα 2 νοικοκυριά το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα
- 9 στα 10 νοικοκυριά δεν μπορούν να αποταμιεύσουν
- 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν τουλάχιστον 1 άνεργο μέλος
- για 1 στα 2 νοικοκυριά η κύρια πηγή εισοδήματος είναι η σύνταξη
- περισσότερα από 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ή τις τράπεζες
Με βάση αυτά τα βασικά ευρήματα για την έξοδο των νοικοκυριών από τον κίνδυνο φτώχειας απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων τους, που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, άρα δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέου πλούτου. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνουμε τα εξής:
• Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού ανταποκρίνεται στην παραπάνω ανάγκη. Ωστόσο η αύξηση αυτή δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα εάν δεν συνοδευτεί με κάποια επιπρόσθετα μέτρα που: α) επηρεάζουν το τελικό καθαρό μισθό και β) επηρεάζουν την επιχειρηματική συμπεριφορά εν γένει. Ως προς το πρώτο, παρόλο που δεν είναι άμεσης προτεραιότητας, απαιτείται η κατάργηση της μείωσης του αφορολόγητου που έχει προβλεφθεί να ισχύσει από το 2020. Σημειώνουμε ότι το μέτρο αυτό δεν θα επηρεάσει μόνο τους κατώτατους μισθούς αλλά συνολικά τους μισθούς, καθώς όλοι οι μισθωτοί θα υποστούν την σχετική μείωση στα εισοδήματα τους. Ως προς το δεύτερο, που είναι άμεσης προτεραιότητας, σχετίζεται με το τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών. Δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών υπολογίζονται με βάση τον εκάστοτε κατώτατο μισθό η πρόσφατη αύξηση του οδηγεί και σε επαύξηση της κατώτατης ασφαλιστικής εισφοράς των μη μισθωτών, κάτι που ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης μπορεί να επηρεάσει λιγότερο ή περισσότερο την επιχειρηματική δραστηριότητα και συμπεριφορά. Ως εκ τούτου θα πρέπει άμεσα το ζήτημα αυτό να διευθετηθεί. Σημειώνουμε επίσης ότι η μη διευθέτηση του μπορεί να επηρεάσει και τις μελλοντικές διαβουλεύσεις για το ύψος του κατώτατου μισθού.
• Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επαρκεί για την ικανοποιητική αύξηση των εισοδημάτων και την δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας. Διαχρονικό ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος και η αποτελεσματικότερη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Η επιχειρηματική ανάπτυξη δεν μπορεί να συντελεστεί σε συνθήκες υπερφορολόγησης, έλλειψης χρηματοδότησης και υψηλού γραφειοκρατικού και διοικητικού κόστους συμμόρφωσης. Δεδομένου ότι από τη μια τα φορολογικά βάρη αυξάνονται με την επινόηση νέων τελών και οι όποιες ελαφρύνσεις μετατίθενται για το μέλλον, ενώ από την άλλη οι τράπεζες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία παρά την σημαντική βοήθεια που έχουν λάβει μέσω των ανακεφαλαιοποίησεων, δεν υφίστανται προϋποθέσεις ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
• Επιπλέον, οι επιδοματικές πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί (κοινωνικό μέρισμα, κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης) αν και όπως φαίνεται από τα ευρήματα της έρευνας έχουν κατευθυνθεί προς τα νοικοκυριά που τα είχαν περισσότερο ανάγκη, δεν επαρκούν για να καλύψουν το εισοδηματικό χάσμα και παράλληλα προϋποθέτουν την δημιουργία υπερπλεονασμάτων για την εξεύρεση των σχετικών πόρων. Αυτό φαίνεται πως εξαντλεί συνολικά την ελληνική οικονομία και της αφαιρεί την όποια δυνατότητα δημιουργίας προϋποθέσεων βιώσιμης και μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης. Το ζήτημα είναι ωστόσο περισσότερο σύνθετο, καθώς ένα μέρος του προβλήματος αφορά την κρίση (εξ αιτίας της σχετικής απαρχαίωσης τους) που βρίσκονται τα φορολογικά συστήματα από το ιδιότυπο φορολογικό ντάμπινγκ των λεγόμενων φορολογικών παραδείσων ή των κρατών με πολύ χαμηλούς συντελεστές. Έτσι τα φορολογικά συστήματα που στα χέρια των κυβερνήσεων λειτουργούσαν ως μηχανισμός αποτελεσματικής και δίκαιης ανακατανομής του εισοδήματος και άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, έχουν αρχίσει να χάνουν τόσο το στοιχείο της αποτελεσματικότητας όσο και στο στοιχείο της δικαιοσύνης. Η δυνατότητα που έχουν τόσο οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες όσο και οι πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη, να επιλέγουν τις χώρες εκείνες με τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και να περιορίζουν εάν όχι να εκμηδενίζουν τις απώλειες στα κέρδη τους. έχει μεταλλάξει την φύση των φορολογικών συστημάτων από μηχανισμούς αναδιανομής των εισοδημάτων σε καθαρά εισπρακτικούς μηχανισμούς για την διατήρηση κάποιου επιπέδου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικών παροχών. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί συνθήκες συνεχώς εντεινόμενης ανισότητας. Άλλωστε, σύμφωνα με έκθεση της Oxfam International το 82% του πλούτου που δημιουργήθηκε το 2017 σε παγκόσμιο επίπεδο κατέληξε στα χέρια του 1% των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη, οι οποίοι κατέχουν πλούτο που αντιστοιχεί στον μισό πληθυσμό της γης, ήτοι περίπου 3,5 δισ. ανθρώπων. Σύμφωνα μάλιστα με την έκθεση που έδωσε στην δημοσιότητα πρόσφατα, το 2018 ο πλούτος των πλουσιότερων ατόμων του πλανήτη αυξήθηκε κατά 12% σε σχέση με το 2017, όταν το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού υπέστη μείωση 11% των εισοδημάτων του. Η αδυναμία των κυβερνήσεων να φορολογήσουν τον υπερβάλλοντα πλούτο μοιραία μετατοπίζει το φορολογικό βάρος προς τα φτωχότερα στρώματα. Εάν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί οι κυβερνήσεις θα καθίστανται ολοένα πιο αποδυναμωμένες και φτωχότερες, θα αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες των δημοσίων δαπανών, τόσο σε επίπεδο επενδύσεων όσο και σε παροχές κοινωνικής πολιτικής (ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εκπαίδευσης κα). Είναι προφανές ότι το ζήτημα της ανισότητας και της πρόσβασης σε βασικούς μηχανισμούς κοινωνικής αναπαραγωγής τίθεται πλέον διεθνώς ως ένα παγκόσμιο πρόβλημα που απειλεί την κοινωνική συνοχή και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Στην δική μας την περίπτωση η κατάσταση είναι δυσμενέστερη καθώς μέσα από την φορολογία καλούμαστε να εξυπηρετήσουμε και το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Στο πλαίσιο αυτό, ο μακροπρόθεσμος στόχος επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% έως το 2022 και 2,2% έως το 2060) που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στην ανάγκη εξεύρεσης επιπρόσθετων πόρων από την πραγματική οικονομία λειτουργώντας ως τροχοπέδη στην προώθηση ενός βιώσιμου αναπτυξιακού προγράμματος, με έμφαση στην κοινωνική ευημερία και στη μείωση των ανισοτήτων.
• Με βάση αυτά είναι δύσκολο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις αντιστροφής της υψηλής εξάρτησης των μισών περίπου νοικοκυριών από την σύνταξη ως κύριας πηγής εισοδήματος. Οι συντάξεις που τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει χαρακτηριστικά στοιχεία υποκατάστατου κοινωνικής προστασίας για την αντιμετώπιση της φτώχειας, εάν δεν συγκρατηθούν μέσα από την διεύρυνση της ασφαλιστικής και φορολογικής βάσης, θα συμπιέζουν περαιτέρω την δημοσιονομική πολιτική. Εάν συμπεριλάβουμε σε αυτά και το δημογραφικό πρόβλημα που επιδεινώνεται χρόνο με το χρόνο προδιαγράφεται μια ζοφερή κατάσταση.
• Επιπλέον, η αδυναμία των ελληνικών νοικοκυριών να αποταμιεύσουν αντανακλά και τις χαμηλές τους προσδοκίες για το μέλλον, αφαιρώντας παράλληλα ένα μέρος των κεφαλαίων που χρειάζονται οι τράπεζες για χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
• Επιπροσθέτως, στην έρευνα εισοδήματος καταγράφεται, αν και μειωμένο, ένα υψηλό ποσοστό υπερχρεωμένων νοικοκυριών που βρίσκονται σε αδυναμία πληρωμής, τόσο ως προς την εξόφληση των φορολογικών τους υποχρεώσεων όσο και ως προς τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του τραπεζικών τους δανείων. Το αποτέλεσμα αυτό είναι κυρίως προϊόν της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης των εισοδημάτων χωρίς αντίστοιχη μείωση των φορολογικών ή/και δανειακών υποχρεώσεων. Ωστόσο και δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών οφείλουν μικρά ποσά προς την φορολογική διοίκηση, ενώ η ολοκλήρωση των προγραμμάτων στήριξης αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης πολιτικής έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την υιοθέτηση αποτελεσματικών μέτρων ρύθμισης οφειλών προς την εφορία και μέτρων για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Γενικά, η ολοκλήρωση των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και παρά τις πολυετείς δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα, δίνει ένα περιθώριο προώθησης μιας περισσότερο ευέλικτης και προσαρμοσμένης πολιτικής στις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών, σύμφωνα φυσικά με τις δημοσιονομικές δυνατότητες. Ωστόσο αυτό απαιτεί ένα πλαίσιο ευρύτερης συνεννόησης του πολίτικου προσωπικού της χώρας με στόχο την ενίσχυση και προώθηση της υγιούς επιχειρηματικότητας, στη βάση μιας ισχυρής αντιολιγοπωλιακής πολιτικής και ισότιμης συμμετοχής στην οικονομική ευημερία.
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 804 νοικοκυριών, στο διάστημα 7 έως 12 Δεκεμβρίου 2018 μπορείτε να τα δείτε ΕΔΩ.