‘’Gracias por tanto!’’ του Στράτου Δουκάκη μέσα “Από το περιθώριο των λογισμών” του…
Το δεύτερο μέρος από το βιβλίο τού ανθρώπου που μετανάστευσε στη Βενεζουέλα και όταν παλιννόστησε θέλησε να της πει ένα ‘’ευχαριστώ’’
|> Σήμερα δημοσιεύεται το Β’ μέρος από το βιβλίο “Από το περιθώριο των λογισμών” του Στράτου Δουκάκη. [Το Α’ μέρος ΕΔΩ]. Ένα πόνημα που ο συγγραφέας αφιερώνει στη δεύτερη πατρίδα του – τη Βενεζουέλα – για όσα του χάρισε και του δίδαξε. Ούτε 18χρονος δεν ήταν όταν μετανάστευσε από τον Μόλυβο στη Βαλένσια. Εκεί γνώρισε τη ζωή, έκανε οικογένεια, έγινε πετυχημένος επιχειρηματίας και ταυτόχρονα είχε… ερωμένη του τη Λογοτεχνία. Κάποια στιγμή παλιννόστησε και οι θύμησες τον υποχρέωσαν να γράψει αυτό το βιβλίο και να σημειώσει: «Αφιερωμένο, έναντι ενός μεγάλου χρέους αγάπης, στη δεύτερη πατρίδα μου, τη Βενεζουέλα, για όσα μου χάρισε και όσα μου δίδαξε στη ζωή. Gracias por tanto!»…
Συνέχεια…
Μπορεί, δε λέω…
Η ροή του χρόνου με πάει μια μπρος – μια πίσω κι όπως πάω να συνοψίσω μέσα μου μια κατάσταση, μια συμπεριφορά, ένα χαρακτήρα, αναδύεται μόνη της και πάλι –συνηθισμένη και καλόδεχτη πάντα– μια ταλαιπωρημένη αίσθηση από αναμνήσεις. Το παρελθόν μου. Νυν και αεί!
Θα έχετε διαπιστώσει, φυσικά, ότι αυτό το παρελθόν δεν το ξεφορτώνομαι εύκολα. Και πώς να το κάνω άλλωστε αφού αυτό με έθρεψε, μου χάρισε και μου δίδαξε πολλά. Η σχέση μου είναι απολύτως ζωτική. Δε θέλω να είναι στιγμές μόνο για λίγο, που περνάν και χάνονται. Όπως… οι κύκλοι ας πούμε, που ανοίγουν και κλείνουν, ή μάλλον ανοίγουμε και κλείνουμε. Επιμένω να το κάνω για ένα και μόνο λόγο: θέλω εκείνες οι στιγμές –και οι κύκλοι, φυσικά– να διαρκέσουν όσο γίνεται αλλά και να επανέρχονται όποτε χρειάζεται.
Έτσι, κάθε φορά, ταξινομώ, αρμολογώ, μοντάρω, δένω, στήνω θραύσματα μνήμης που ανοίγουν παράθυρα και γρίλιες, να ξανεμίζεται η ψυχή κι εγώ να νιώθω τη μοσχοβολιά τους. Είναι ευαίσθητη η ψυχή βλέπετε, αποζητά και ελκύει εναγωνίως θέματα από τον εσωτερικό μου αστείρευτο και φιλόξενο χώρο –με κάθε ατέλεια και κάθε αδυναμία– όπου αιωρούνται και κάθε φορά με κάνουν να «ταξιδεύω» προς τα κει που έζησα για τόσα χρόνια.
Πηγαινοέρχονται οι αναμνήσεις. Αναπαμό δεν έχουν… Συμβαίνει δε, στον απόηχό τους ν’ ακούω ακόμη φωνές και γέλια, αγωνίες και χαρές ανθρώπων που πέρασα πολλές ώρες μαζί τους, που θαύμασα, αγάπησα, ακολούθησα. Άνθρωποι που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τη ζωή μου. Μου πρόσφεραν τροφή για σκέψη, μου άλλαξαν ιδέες, ματιά, άποψη. Απέρριψα και μ’ απέρριψαν. Σεβάστηκα και με σεβάστηκαν. Ουσιώδεις συμπαραστάτες.
Εντέλει, τι είναι όλα τούτα που, κατ’ ανάγκη δική μου, σας αραδιάζω; Γιατί άραγε τα γράφω τώρα; Που όχι μόνο σας κουράζω, αλλά και… σας ζαλίζω; Με το δίκιο σας, βέβαια, θα πείτε: «Πάνε αυτά περάσανε είναι μακριά… πολύ μακριά»! Ελάτε τώρα! Πώς να τα βαστάξω μέσα μου; Έχουν μια περίεργη γλύκα που όλο στάζει. Θεωρώ πως είναι απόρροια μιας ολότελα προσωπικής ευαισθησίας –πιθανόν υπό εξαφάνιση στους καιρούς μας– και μιας αναπόδραστης φθοράς συμπυκνωμένη πλέον στη σκέψη.
Μπορεί να παθιάζομαι. Μπορεί να παρασύρομαι άσκοπα. Μπορεί να είναι ανολοκλήρωτες επιθυμίες. Μπορεί να είναι μονόλογοι εσωτερικής κατανάλωσης. Μπορεί να είναι τα όνειρα και οι διαψεύσεις τους. Μπορεί η μοίρα μου, η υποθήκη και η διαθήκη μου. Μπορεί, λέω εγώ τώρα, να ‘ναι ακόμα κι αυτό «τ’ απόδειπνο το μελαγχολικό» μοιραία κατάληξη μιας συννεφιασμένης Κυριακής.
Προσθέτοντας στιγμές, στις τόσες…
Ενόσω τα χρόνια περνούν κι ο χρόνος τρέχει μαζί μου, παρατηρώ πως στο μυαλό μου βλασταίνουν, όλο και πιο πολύ κάτι στιγμές αξέχαστες. Συσσωρεύονται μέσα μου βιώματα και ξαναφέρνουν στην επιφάνεια παραμερισμένες συγκινήσεις που ανατινάζουν συναισθήματα και ξεσκονίζουν μνήμες. Είναι μικρά κομμάτια της ζωής μου. Καθ’ ένα ξεσηκώνει την καρδιά, ανακατώνει τη σκέψη και με ταξιδεύει σε μέρη πιο θερμά που λαχταρώ.
Να ’ναι του χρόνου το αντίδωρο ή το γλυκό μου βάσανο που με κεντρίζει; Δεν ξέρω…
Προκειμένου, λοιπόν να σκορπίσει όλο αυτό το υλικό και να χαθεί στο σύμπαν. Το ανανεώνω. Σύμφωνα δε, με μια εκδοχή –δική μου, αν επιτρέπεται– το σύμπαν συνωμοτεί να ταιριάξει τα αταίριαστα κι εγώ κάνω τις αναδιατάξεις μου στα… παράταιρα. Δίχως να αποφεύγω τη μονοτονία που φέρνει η επανάληψη, τους δίνω μια ευκαιρία. Μια δεύτερη ευκαιρία και δε μένει πια παρά ένα μονάχα: να καθίσω και ν’ ακούσω την καρδιά μου. Την ακούω, την αισθάνομαι, την ανέχομαι γιατί επαναφέρει –η καρδιά ποτέ δεν σ’ αφήνει να ξεχάσεις– τις στιγμές εκείνες που οι χτύποι και οι ρυθμοί της, ήταν πιο έντονοι τότε.
Έχω συνηθίσει να ζω με τη νοσταλγία. Κυκλοφορεί αδάμαστη και ελεύθερη μέσα μου, έχω μια σχέση οικειότητας μαζί της. Μπορεί να ακούγεται στερεότυπο, αλλά είναι αλήθεια. Δεν διστάζω να το πω και δεν το έκρυψα ποτέ. Και το κάνω για έναν απλό λόγο γιατί οι αναμνήσεις είναι αυτές που καταφέρνουν να κάνουν παρέα στο παρόν μου.
Παραστάσεις ζωής
Ώρες ώρες θυμάμαι κάτι ιστορίες. Παραστάσεις ζωής. Παλιές. Άθελά μου τις θυμάμαι. Όμως αυτό έχει σημασία. Αυτό το «άθελα». Γιατί, ως συνήθως, δεν έρχονται ύστερα από σκέψη, ύστερα από υπολογισμό, ξεφυτρώνουν μόνες, αναπάντεχα. Ξαφνιάζουν! Όμως αυτές είναι. Κάποτε τις έζησα. Τέτοιες ιστορίες, προδίδουν στη ζωή την τροχιά μας, μπερδεύονται με τις σημερινές και γίνονται μικρά πεζά κομμάτια. Και κάθε κομμάτι ξυπνά μέσα μου γλυκές απαντοχές. Αλήθεια, πόσες ιστορίες χωράνε σε μια ζωή;
Όταν έρχονται αυτές οι στιγμές, μου παίρνει ώρα να μαζέψω ό,τι, απ’ όλο αυτό το σωρό, μου απόμεινε. Και τότε, μέσα σε μια στιγμή, μέσα στο ελάχιστο του χρόνου, το «άθελα» γίνεται εμμονή. Το αισθάνομαι, το έχω ανάγκη. Έτσι συμβαίνει, αυτό που έχω ανάγκη το αναζητώ. Το αγαπώ – το μισώ. Το αγκαλιάζω – το αποχωρίζομαι. Το ανακαλώ – το διώχνω… Όμως είναι αυτό. Το λίγο που χρειάζομαι, αντίδοτο στο ελάχιστο για ν’ αποκτήσουν ενδιαφέρον οι στιγμές.
Η ταινία μπροστά μου σε slow motion…
Εδώ είναι όλα. Κύτταρα που επιμένουν να νοσταλγούν… Οι τόποι μας, όπου οι άνθρωποί μας και οι ιστορίες τους. Καμιά φορά αφουγκράζομαι τις ανάσες. Αναζητώ τα χαμόγελα. Συνειδητοποιώ τη μετέωρη αγωνία του χρόνου που περνάει και χάνεται. Όλα περνούν από μπροστά μου. Καταγράφονται ακόμη –ανεξήγητο πως και γιατί– στου μυαλού τα θολωμένα. Όλα: μικρά, μεγάλα, ωραία, σπουδαία, ασήμαντα… Διακρίνω τις στιγμές. Ονειρεμένες κι ανεπανάληπτες!
Ο καθένας μας με το δικό του όνειρο, με τα φορτία του και τις ιστορίες του, τις έμμονες ιδέες και τα επίμονα συναισθήματα. Αν κι από άλλο τόπι ύφασμα φτιαγμένοι, άφηναν αυθόρμητα να φανούν τα αγνά αποτυπώματά τους. Ωστόσο, θαρρώ, μας ένωναν οι ίδιοι κωδικοί. Ήμασταν νέοι τότε, ανέμελοι, ξενιτεμένοι και ωραίοι! Με τη λάμψη και τη μοναδικότητα που μετέτρεπε το συμπτωματικό σε νόημα, την αφορμή σε αιτία, το τυχαίο σε απολύτως καθοριστικό. Πόσα χρόνια και πόσες παραστάσεις ζωής έχω μετρήσει. Η ταινία μπροστά μου τώρα σε slow motion και… ξαναρχίζει της ζωής το μέτρημα.
Η γοητεία εκείνων των στιγμών τώρα απουσιάζει. Δεν αναπαράγονται πλέον, δεν μπορείς με τις όποιες εξομολογήσεις να τις αποκαταστήσεις, έστω και στο ελάχιστο. Ανήκουν στον ίδιο το λόγο εκείνης της γοητείας που τις δημιούργησε. Είναι φυσικό άλλωστε. Συχνά αναρωτιέμαι: άραγε, όσοι απόμειναν από τότε αφήνουν τη σκέψη τους να πετάει προς τα δω; Θα ακούν τα λόγια μας, τα γέλια μας, τους αναστεναγμούς μας, τους έρωτες και τις μουσικές μας; Την μετ’ έπειτα πορεία της ζωή μας; Θα περνάνε, άραγε, έστω για λίγο, απ’ το νου τους εκείνες οι στιγμές του «μαζί»; Ή ο καθένας τράβηξε το δρόμο του, κοιτάζοντας τη βολή του και γίναν όλα ξένα; Πολύ θα ’θελα να μάθω.
Ενώ εγώ, εδώ θα παλεύω μέσα στην αδυσώπητη διαδρομή του χρόνου, όσο γίνεται κι όσο μπορώ –και συνάμα θα επιμένω– να τα επαναφέρω μην και τα σβήσει ο χρόνος.
Θα μπορούσε να είναι ένα παραμύθι…
Και τ’ όνειρο παραμένει όνειρο…
Τώρα που χάλασε για τα καλά ο καιρός και τ’ απογεύματα τα ’χει στριμώξει ο χειμώνας σε βαθμό να έχουν μικρύνει στο τίποτα σχεδόν, συλλογίζομαι πόσο μου λείπει εκείνο το αιώνιο καλοκαίρι που έζησα για χρόνια στο τροπικό. Γι’ αυτό «σαν παραμύθι θα το πω, ό, τι αγαπώ δεν τελειώνει» και πάντα θα το νοσταλγώ.
Κι όσο κάποιος ταρακουνάει το συρτάρι της μνήμης, οι μνήμες καταλήγουν να ταρακουνήσουν εκείνον. Το παρελθόν πάντα θα ακουμπά στο μέλλον πιο στέρεα από όσο μπορείς να φανταστείς. Κι εγώ, ως συνήθως, κρατιέμαι από κάτι τέτοια και προσπαθώ να επιπλεύσω στην επιφάνεια με μνήμες, να… νοσταλγώ και να θυμάμαι.
Από το 1963 στη Βενεζουέλα. Η ξενιτιά την έκανε δεύτερη πατρίδα μου. Μια στοίβα χρόνια (41 ολόκληρα) έζησα εκεί. Δεν τα λες και λίγα; Τώρα, εδώ και κάποια χρόνια διεκπεραιώνω την παρουσία μου εδώ, στην πρώτη.
Πάλι μιλώ για ξένους τόπους κι όλο γυρνώ στα ίδια. Γιατί, όπου κι αν πάω εκεί γυρνώ κι εκεί, στο ίδιο δρομολόγιο, στριφογυρίζω.
Σε τούτη την περίπτωση, ομολογώ, δε φταίω εγώ, είναι η Σ. που, άρχισε –κι αυτή από τα ίδια συμπτώματα του χειμώνα– να ξεμυαλίζεται και να ονειρεύεται επίγειους παραδείσους! Φούντωσε, μέσα μου λοιπόν η νοσταλγία, μαζί κι αυτό το «saudade», (το αλλιώτικο συναίσθημα, της μελαγχολικής λαχτάρας, της νοσταλγίας και της μνήμης) κι άρχισαν τα… ερεθίσματα. Με «παρέσυρε»! Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ –για να παινέψω και να την εντυπωσιάσω– άρχισα να βρίσκω ό,τι καλύτερο είχα και πιο όμορφο από φωτογραφίες και συμβάντα εκείνης της πατρίδας, να παρασύρομαι κι αντάμα να ταξιδεύω μαζί της…
Βέβαια τα συρτάρια τώρα είναι κάτι φάκελοι τακτοποιημένοι και καλά φυλαγμένοι στα αρχεία του υπολογιστή μου…
Θα μπορούσε όλο τούτο να είναι ένα παραμύθι. Ένα όνειρο που συντηρείται από αυτή την ίδια την ανάγκη που έχουμε όλοι. Να ονειρευόμαστε!
Ατενίζοντας τον ορίζοντα…
Δεν είναι τα γεγονότα, είναι οι ερμηνείες, οι περιγραφές, οι αναλύσεις και φυσικά η αλήθεια –αυτό που αποκαλούμε, τέλος πάντων αλήθεια– μια ερμηνεία που υπερισχύει έναντι κάποιας άλλης.
Διχασμένος, ανάμεσα στην έμμονη αναζήτηση της λυτρωτικής ψευδαίσθησης και στη χυδαιότητα της πραγματικότητας, παρακολουθώ από μακριά τα γεγονότα. Τα όσα συμβαίνουν εκεί στη δεύτερη πατρίδα.
Έτσι ελίσσεται καθημερινά η διάθεση ανάμεσα στην αμφιβολία και τη βεβαιότητα, δίχως να ξέρεις τι να πιστέψεις. Έτσι ελίσσεται και η ζωή. Η αβεβαιότητα του παρακάτω της ζωής.
Σ’ έναν κόσμο, σ’ ένα λαό όπου το λίγο δεν ήταν αρκετό, γιατί, τελικά, αυτό το λίγο περίμεναν ν’ ανάψει τη φλόγα, δεν… και πάλι «δεν»!
Είναι μια αποτυχία (και πάλι), είναι μια απογοήτευση (και πάλι), είναι μια ήττα (και πάλι)… Πόση ελπίδα πια… Πόση ελπίδα για κάτι που πίστεψες, που τόσο ήθελες και επιθυμούσες, τελικά (και πάλι) να μη γίνεται. Σάμπως μπορούμε να βρούμε άκρη;
«Ένα χρέος αναγνωρίζω σε κάθε άνθρωπο: να έχει μια ιστορία να αφηγηθεί στη ζωή του», το έγραψε ο Γιώργος Χειμωνάς. Κάπου το διάβασα, το σημείωσα, και το κράτησα γιατί θα το χρειαζόμουν όταν θα γινόταν. Και ήθελα να ήταν αυτή η δανεική φράση το «χρέος» και η «ιστορία» που θα ’θελα κάποτε να αφηγηθώ.
Ατενίζοντας τον ορίζοντα, ας πάμε παρακάτω και παραπέρα με την καρδιά και το μυαλό όλο ελπίδα! Και πού ξέρεις, κάτι μπορεί να γίνει. Θα δείξει. Δεν ξέρω πού θα είμαι και τι θα κάνω. Σημασία έχει να έχουμε την υγειά μας, δεν είναι δεδομένο φυσικά, αλλά το εύχομαι.
(Συνεχίζεται)
Παράθεση: ‘’Gracias por tanto!’’ του Στράτου Δουκάκη μέσα “Από το περιθώριο των λογισμών” του… - Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση