Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Συνεκτική αλληλουχία γιορτινής δυσθυμίας

FLASH στις 26/12/2024

Ποιος είναι προς τα πού και τί και πώς αντιλαμβάνεται σε τούτο τον συναρπαστικό κοπρώνα που ονομάζουμε κοινή ζωή;

Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Γιορτές, Χριστούγεννα έστω, ακόμα μια ασήκωτη φορά. Χόρτασα σήμερα στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αφού πέρασα μια χορευτική γυροβολιά από εκεί που ξεμένουν όσοι δε μπορούν να λυθούν από τις αλυσίδες των ορών και του οξυγόνου. Είναι ο βασικός αυτοψυχοθεραπευτικός ελιγμός μου για τις γιορτινές ημέρες. Συνήθως χωρίς αποτέλεσμα αλλά επιμένω· κάποτε θα πετύχει.

Περιδιαβαίνω τώρα στο σπίτι. Αυτό που στο υποκείμενο έδαφος, το οικόπεδο, φέρει το ίχνος του πατέρα και στα ιδιοκτησιακά έγγραφα το όνομά μου. Στο υπαρκτό, καταγεγραμμένο Κτηματολόγιο. Κτήμα, κτήση: λέξεις απεχθείς για όσους συλλογίζονται λίγο πιο κάτω από την πάνω-πάνω πέτσα για τις σχέσεις ανθρώπου και εμβίων όντων γενικά με το χώμα και τα βράχια· με τη Γαία. Το οικόπεδό μου, το σπίτι μου: σχέση ασαφής και οριστικά ακαθόριστη, όπως με όλους όσους προηγήθηκαν της αφεντιάς μου πάνω σε τούτη τη φλούδα γης. Σε ολόκληρο το συνεχές του Κρόνου.

Στο σπίτι μου λοιπόν -χωρίς «μου» μάλλον. Σκοντάφτω σε αντικείμενα πλήθος. Γιορτινά δώρα, γλυκά και άλλα. Ευτυχώς και πολλά βιβλία ανάμεσά τους.

«Κι ύστερα σβήνει σιγά-σιγά κάθε φαντασία -βουλιάζει και ναρκώνεται μες στ’ αντικείμενα που ολοένα περισσεύουν και σε πνίγουν» ψιθυρίζει βουρκωμένος ο Μανόλης από το «Περιθώριο» κι εγώ σκέφτομαι πόσο ασύμμετρα είναι τα αγαθά μοιρασμένα πάντα· πως εμένα μου περισσεύουν ενώ άλλοι ποθούν το ελάχιστο -ένα ζεστό σπίτι, ένα ηλεκτρικό παιχνίδι, ένα δέντρο με λαμπάκια για τα μικροπαίδια τους συμβολικά έστω για να νιώσουν τις χρονιάρες μέρες. Μια πρόσκληση σε Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Το κορίτσι με τα σπίρτα στοιχειώνει κάθε τέτοιες μέρες την όποια στιγμιαία χαρά επιχειρεί να εκπορθήσει την περιτείχιστη απόφασή μου να απέχω από την εθιμικά επιβαλλόμενη ευθυμία.

Επειδή, χωρίς να ξέρω πότε και πώς συνέβη, με αφορούν -όχι με ενδιαφέρουν- τα ταπεινωμένα μέλη του κοινού βίου -ακόμα και αυτά που με μισούν επειδή «έχω», κυρίως αυτά που με σιχτιρίζουν. Αυτά με αφορούν. Ίσως και επειδή το σκαρί μου έχει πάρει από χρόνια κλίση -προς τ’ αριστερά ή προς τα δεξιά εξαρτάται από πού το βλέπει κάποιος. Αυτός που είναι πίσω μου και με ακολουθεί ή αυτός που προπορεύεται στην ίδια κατεύθυνση σίγουρα με βλέπει να γέρνω επικίνδυνα αριστερά -πορευόμενοι κι αυτοί προς την Έξοδο…

Προς τα πού αλλού εκτός από την Έξοδο προχωρούμε;

Αλλά αυτός που απέναντί μου ετοιμάζεται να σύρει τη σπάθα να με διαπεράσει επειδή με θεωρεί αντίπαλο, αυτός βλέπει την κλίση μου δεξιά. Και ίσως αυτός βλέπει πιο καθαρά -ας κοιτάζει μόνο το είδωλό του στον καθρέφτη.

Όπως και να ‘χει, όλων το σκαρί παίρνει κλίση πριν σημαδέψει τον βυθό. Όμως εγώ αξιώθηκα -από την Τύχη- την πολυτέλεια να μοιράζω από τα περισσευούμενα που με πνίγουν και να μοιράζομαι τη συγκίνηση του μοιράσματος. Δίνω και ανακουφίζομαι αλλά οι φωνές από τα διαβάσματα της νιότης μου με τυραννούν. Η νιότη μου, η αυταπατημένη.

Φυσική ισότητα, δικαιοσύνη, κοινοκτημοσύνη και άλλα πρωταρχικά· τόσο αυτονόητα που πνίγηκαν «στο βόγγο του υπαρκτού». Η νιότη της Ανθρωπότητας, ένα γιγαντιαίο σκαρί που βυθίστηκε αμέσως μετά την καθέλκυση -το προϊόν του κοινού μόχθου, η τραγωδία των αρπάγων, η ασυνείδητη οδύνη του να μη μπορείς να υπάρχεις παρά μόνο κλέβοντας τον διπλανό, ύστερα τον πιο πέρα πιο πέρα, χωρίς σταματημό. Η τραγωδία της Εξουσίας και του πλούτου, η τραγωδία της συσσώρευσης, η αυτοκαταστροφική απληστία του πλούτου, η ασθματική ανάσα του τοκογλύφου…

Ποιος είναι προς τα πού και τι και πώς αντιλαμβάνεται σε τούτο τον συναρπαστικό κοπρώνα που ονομάζουμε κοινή ζωή; Που έχει και τα πολύχρωμα διαλείμματά του -δέντρα και καραβάκια γεμάτα λαμπιόνια- να μας στηρίζουν στην πορεία. «Βίος ανεόρταστος μακρή οδός απανδόκευτος» προτείνει δυόμιση χιλιετίες πριν ο Αβδηρίτης, κι εγώ που από χρόνια πολλά μόνο με τα γραφτά μου συνευρίσκομαι ερωτικά, εγώ κλείνω τ’ αυτιά στα γλυκερά τραγουδάκια των γιορτών, κλείνω τα μάτια στα μοχθηρά φωτάκια που συσκοτίζουν αντί να φωτίζουν την αδυσώπητη εικόνα του κοπρώνα. Εγώ, ο πάντα ξινισμένος τις ώρες της τεχνητής χαράς των ανθρώπων που «οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων»… Γιορτές…

(*) Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: