Σαν σήμερα έφυγε ο “μαύρος καβαλάρης”, ο “κινηματίας” και ο σπάνιος Άνθρωπος…
Τον έλεγαν Νικόλαο Πλαστήρα
Την επέτειο του θανάτου μίας μεγάλης μορφής της νεώτερης ιστορίας της Ελλάδας έχουμε σήμερα. Πρόκειται για την ημέρα του θανάτου του Νικόλαου Πλαστήρα, ο οποίος έφυγε στα 70 του, αφήνοντας ως παρακαταθήκη, την φιλοπατρία του στρατιωτικού και την τιμιότητα του πολιτικού. Ευτυχώς που υπάρχει η… λίμνη και μνημονεύεται το όνομά του!
Ο Νίκος Πλαστήρας είχε γεννηθεί στις 4 Νοεμβρίου του 1883 και μέχρι την ημέρα που έκλεισε τα μάτια του (26 Ιουλίου 1953) δεν έπαυσε να μάχεται για την πατρίδα και τα βαθιά δημοκρατικά του «πιστεύω». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι έφυγε από τον κόσμο χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο. Και πώς να είχε αφού όλες τις αμοιβές του τις έδινε στους απόρους…
Αυτός που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων κατά την μικρασιατική εκστρατεία, σε σημείο που τον αποκαλούν «σεϊτάν αλαμάν» («μαύρος καβαλάρης»), είχε καρδιά μικρού παιδιού. Επίσης, πολλές φορές ο Νικόλαος Πλαστήρας ενεπλάκη με την πολιτική συμμετέχοντας ή οργανώνοντας κινήματα και κυβέρνησε την Ελλάδα τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο μεταξύ των ετών 1951-1952. Ας σημειωθεί ότι το σύνθημα «Αλλαγή» ήταν δικό του, όταν προήδρευε του κεντρώου κόμματος της ΕΠΕΚ.
Ας δούμε μερικά στοιχεία για τον Νικόλαο Πλαστήρα, όπως αυτά αναφέρονται στη wikipedia…
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την Επανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη Λέσβο, το 1922, ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής (από όπου απέκτησε και το προσωνύμιο ‘Αρχηγός’). Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β’ και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση χωρίς όμως να συμμετάσχει σ´ αυτήν.
Με τη φροντίδα του περιθάλπηκαν και στεγάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, και με νομοθετικό διάταγμα (14 Φεβρουαρίου 1923), έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών, στους ακτήμονες.
Χάρη σ´ αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο στρατός και ανασυντάχθηκε η στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάννης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ.
Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική καταστροφή.
Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ’ Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Άξιο της Πατρίδος». Το 1925 μετά το πραξικόπημα της 25ης Ιουνίου κι ενώ ιδιώτευε στην ιδιαίτερη πατρίδα του στην Καρδίτσα, προσκλήθηκε να έλθει στην Αθήνα, από τους επίδοξους ανατροπείς του Πάγκαλου.
Ο Πάγκαλος έβαλε τη χωροφυλακή να τον παρακολουθεί αλλά ο Πλαστήρας έφτασε κρυφά στην Αθήνα τον Οκτώβριο καταλύοντας στο ξενοδοχείο ‘Ακταίον’ του Νέου Φαλήρου. Στη συνέχεια κρύφτηκε σε φιλική οικία (Ιωάννη Δογάνη) και μετά στο Χαλάνδρι.
Το1933 τις εκλογές κέρδιζε η αντιβενιζελική παράταξη του Παναγή Τσαλδάρη. Πριν ολοκληρωθεί η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, την νύχτα 5 προς 6 Μαρτίου, ο Πλαστήρας οργάνωσε Κίνημα υπέρ του Βενιζέλου και με την έγκριση αυτού, με την δικαιολογία ότι η άνοδος των αντιβενιζελικών στην εξουσία θα σήμαινε το τέλος της Δημοκρατίας. Το κίνημα απέτυχε και κατέφυγε στο Λίβανο και μετά στην Γαλλία.
Στο επόμενο Στρατιωτικό Κίνημα, την 1η Μαρτίου 1935 (πάλι με την έγκριση του Βενιζέλου) προσέφερε και πάλι την υποστήριξή του παρ´ όλο που ήταν ακόμη στο εξωτερικό, και μετά την αποτυχία του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, όπως και ο Βενιζέλος, που όμως έλαβαν όλοι αμνηστία με την παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας τον ίδιο χρόνο, από τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄.
Τον Σεπτέμβριο του 1937, ο Πλαστήρας άρχισε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα κατά του καθεστώτος του Μεταξά, και έγινε πρόεδρος της Αντιδικτατορικής Επιτροπής, με μέλη μεταξύ άλλων τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Αγαμέμνονα Σλήμαν και τον Κομνηνό Πυρομάγλου. Σε συνέντευξή του σε μία Γαλλίδα δημοσιογράφο, εξέφρασε την άποψη του για τη δικτατορία, τονίζοντας ότι «δεν είναι σύστημα προόδου και εξυψώσεως του διανοητικού επιπέδου των λαών».
Μετά την λήξη του Εμφύλιου ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ. Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή». Σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου την περίοδο 1950-1952 (15 Απριλίου 1950 – 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 – 11 Οκτωβρίου 1952) που χαρακτηρίστηκε ως «κεντρώο διάλειμμα».
Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις γυναίκες κλπ.
Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Λόγω της αναγκαστικής συνεργασίας και λόγω της πίεσης των ανακτόρων και των δεξιών κομμάτων αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να μην προχωρήσει την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης όσο θα ήθελε.
Αρχικός του στόχος ήταν η κατάργηση των στρατοδικείων και η υπαγωγή των υποθέσεων στα τακτικά δικαστήρια, η κατάργηση των ειδικών αντικομμουνιστικών νόμων, η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και η κατάργηση του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης, η κατάργηση της θανατικής ποινής.
Επί των κυβερνήσεών του η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, στάλθηκε εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα και εκτελέστηκε εν αγνοία του και παρά τις εντολές του, το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος Μπελογιάννης.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας θεωρείται ότι ήταν ικανότατος στρατιωτικός, τίμιος πολιτικός και υπόδειγμα ανθρώπου και αγαπήθηκε πολύ από τον λαό. Γεγονότα που τον χαρακτήρισαν ήταν η διακριτική προσφορά του μισθού του σε φτωχούς, η άρνησή του να «βολέψει» από την θέση του τον άνεργο αδερφό του και το ότι πέθανε και ο ίδιος χωρίς ποτέ να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία.