Νεαρέ λευκοχίτωνα την άναρθρη ηχώ τού από κει, κάποια στιγμή θα την ακούσεις…
Την πρωτοάκουσα από τον Μέμο και τώρα από τον Δημήτρη που πάλεψε για την κάθε ευκαιρία
Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Κάποιο απόγευμα, ίσως βράδυ ή νύχτα θα την ακούσεις. Μια φωνή βραχνή από υπερώα μισοπαράλυτη και λάρυγγα οιδηματώδη. Είναι η πλησιοθανάτια φωνή.
Την άκουσα πρώτη φορά όταν ο Μέμος με πήρε να μου αναγγείλει πως τελειώνει∙ λίγες μέρες μετά τη επηρμένη βεβαιότητά του πως τον είχε φάει τον καρκίνο, όπως έλεγε. Την ίδια εκείνη νύχτα πέθανε.
Όσες φορές έκτοτε άκουσα ετούτη τη χροιά της φωνής, το τέλος ήταν κοντά, όπως με κείνο το ζελέ στο ασπράδι του ματιού και τους βολβούς σε απόκλιση συζυγή. Έχει τον τρόπο του ο εγκέφαλος να ειδοποιήσει πως κατεβάζει τους διακόπτες∙ να μιλήσει στους άλλους δηλαδή, τους παρατηρητές συγγενείς και τους γιατρούς, αυτούς τους βαριά ανήμπορους να προστρέξουν όταν η έκβαση έχει κριθεί -«προς γαρ το τελευταίον εκβάν, έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται» μουρμουρίζουν χαιρέκακα πάνω από την εναγώνια κλίνη οι άκαπνοι και εκουσίως απόλεμοι∙ Ανήμποροι στην αρχή και βαθμιαία μεταπίπτοντες σε απρόθυμους.
Σήμερα ο Δημήτρης∙ το λεβεντόπαιδο που μόλις άνοιγε τα φτερά του να πετάξει και να αγκαλιάσει τη ζωή, να στύψει με τα δυνατά του χέρια την πέτρα, να σπείρει στα σπλάχνα της όμορφης μνηστής του. Να δικαιώσει τους κόπους και τις προσδοκίες της μάνας και του πατέρα∙ με τη μικρή πιτσαρία έστω, συνεταιρικά με τον αδελφό∙ την τρέλα για τον Ολυμπιακό και τα μπλουζάκια από την πρόωρα διακοπείσα ευρωπαϊκή πορεία του Θρύλου.
Ο Δημήτρης που πάλεψε για την κάθε ευκαιρία που τώρα ξέρουμε πως δεν του δόθηκε. Τρεις εγχειρήσεις, τρεις γραμμές θεραπείας∙ «όλα τζάμπα!» λέει ο μετά Χριστόν… «ορισμένοι ανοίγουν το καπάκι και ρίχνουν μια ακόμα δόση χημειοθεραπείας» λέει, παραφράζοντας το ευφυολόγημα συνταξιούχου ογκολόγου, η μηδέποτε αντιληφθείσα το «τι»∙ την έχω προσπεράσει από καιρό, συγχωρώντας την, μόνο και μόνο για το απύθμενο βάθος της ερημιάς της. Είμαι από αυτούς που μισεί γιατί κρατούν όπλα αγχέμαχα και προχωρούν, και είμαι περήφανος γι’ αυτό∙ και κουρασμένος.
Ο Δημήτρης βραχνός με την κατάκοπη ρηχή ανάσα, την ανισοκορία και τη ζελατίνα στο μάτι, προσχωρεί στο από κει. Της απερχόμενης ψυχής ο νωθρός καλπασμός πάλι παρών και εγώ στήνω αυτί και τον προσκυνώ.
«Σε πόσην ώρα τελειώνει;» θα ρωτήσει αμήχανος ο θείος με τα μάτια βουρκωμένα. Βαδίζω κατάκοπος στο διάδρομο, βγαίνοντας από τον θάλαμο.
Πρώτη φορά μετά από εκατό τόσες επισκέψεις δεν έτρεξε πίσω μου η μάνα∙ με είχε σφίξει και έτριβε απελπισμένα το κεφάλι της πάνω μου. Ένιωσα την υγρασία των ματιών της βουβή να με διαποτίζει καθώς όλα τα βλέμματα στο δωμάτιο πάνω μου. Έτσι μου φάνηκε, αλλά ήξερα πώς ήμουν ο εξοστρακισμός των βλεμμάτων πάνω στον Δημήτρη. Περίμεναν όλοι μια λέξη, ένα νεύμα, μια αναγγελία αναστροφής. Όμως δεν είχα τίποτα, μόνο την ακαμψία εν συσπάσει του προσώπου∙ όπως οι νεκροί. Τέτοιο ξόδι είχα καιρό να δω∙ σχεδόν ζηλεύω.
Μια ώρα μετά ξεψύχησε –δέκα μέρες ξεψυχούσε και όλοι το ξέραμε μα κανένας δεν τό‘κανε λέξη. Η νεαρή ειδικευόμενη ρωτάει στο τηλέφωνο «τι να γράψω στο αποβιωτήριο;» αλλά η φωνή μου πνίγεται στο κύμα των ενοχών∙ ξέρω κατά βάθος πως δε θα βρεθεί ούτε ένας άρρωστος χωρίς το χνάρι της ιατρικής αμέλειας ή της υπερεπιμέλειας∙ ξέρω πως ποτέ δε θα είμαι τελείως «αθώος του αίματος». «Γράψε καρκίνος γενικευμένος» και γέρνω στο σπασμένο πλευρό, αθώος∙ χωρίς ύπνο, ξανά κι απόψε.
Λοιπόν νεαρέ, φιλόδοξε και πλήρη ορμής∙ αυτήν την πρησμένη άναρθρη ηχώ τού από κει, κάποια στιγμή θα την ακούσεις. Και τότε, αν γεννήθηκες και πλάστηκες άνθρωπος, στην αμεριμνησία καμμιά επιστροφή.
(*) Από τα “Θραύσματα και θροΐσματα”(2010) του κ. Αλ. Αρδαβάνη, λογοτέχνη και δρ ιατρού ογκολόγου – διευθυντή στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”