Μικρές αλλαγές στο μίνι φορολογικό επισημαίνονται από την ΕΣΕΕ
Επιστολή σε Βαλαβάνη-Μάρδα
Με αφορμή την εισαγωγή του μίνι φορολογικού νομοσχεδίου στην Βουλή για ψήφιση, η Ελληνική Ομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), απέστειλε προς τους αναπληρωτές υπουργούς Οικονομικών Νάντια Βαλαβάνη και Δημήτρη Μάρδα επιστολή – υπόμνημα, με το οποίο προσδιορίζει τις θέσεις της έναντι του σχεδίου νόμου και παράλληλα επισημαίνει την έλλειψη ουσιαστικών ρυθμίσεων, που θα έκαναν αυτό το νομοσχέδιο τόσο σημαντικό όσο ακούστηκε στην αρχή.
Η επιστολή της ΕΣΕΕ έχει ως εξής:
«Ως γνωστόν, το Υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε ένα μίνι φορολογικό Νομοσχέδιο, το οποίο επιδιώκει την εξάλειψη των αδυναμιών που παρουσιάζει γενικότερα ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος. Απώτερος σκοπός του κειμένου είναι η ομαλοποίηση της διαδικασίας υποβολής των εφετινών δηλώσεων φόρου εισοδήματος, για τις οποίες εντοπίζονται αρκετές δυσκολίες στη συμπλήρωσή τους αλλά και η άρση των αδικιών που υφίστανται στο νέο ΚΦΕ (ψήφιση το 2013) για τα εισοδήματα του 2014, καθώς οι καταληκτικές ημερομηνίες (τέλη Ιουνίου) τείνουν να εκπνεύσουν.
Στο κείμενο που ακολουθεί συμπυκνώνονται οι βασικές τροποποιήσεις που αναμένεται να θεσμοθετηθούν από την ελληνική Κυβέρνηση, ενώ επιχειρείται μία παρέμβαση από το Επιστημονικό Ινστιτούτο της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ), προκειμένου να υπάρχει έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.
- Περιστασιακή απασχόληση:
Οι διατάξεις του μίνι φορολογικού Νομοσχεδίου επιδιώκουν να αποδώσουν μεγαλύτερη δικαιοσύνη στον τρόπο φορολόγησης των οικονομικά και κοινωνικά αδύναμων ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, το εισόδημα των περιστασιακά απασχολουμένων (εκτός από εκείνο που προέρχεται από κεφάλαιο, υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, αγροτική δραστηριότητα) έως 6.000 ευρώ, όπως και το αντίστοιχο τεκμαρτό (9.500 ευρώ) των ανέργων, φοιτητών, νοικοκυρών και συμμετεχόντων σε προγράμματα εργασιακής εμπειρίας, θα λογίζεται ως εισόδημα από μισθούς και συντάξεις, με την παροχή του προβλεπόμενου ποσού μείωσης φόρου των 2.100 ευρώ (προσκόμιση αποδείξεων) και χωρίς να βεβαιώνεται προκαταβολή επόμενου έτους. Απαραίτητη προϋπόθεση για να ισχύσουν οι ευνοϊκές ρυθμίσεις είναι οι συγκεκριμένες κατηγορίες που αναφέρθηκαν προηγουμένως να μην έχουν προβεί σε έναρξη εργασιών, δηλαδή να μην είναι επιτηδευματίες.
Θέση ΕΣΕΕ:
Άμεση επιδίωξη και βασικός στόχος της φορολογικής διοίκησης θα πρέπει να αποτελεί, πέραν της δίκαιης κατανομής των φορολογικών βαρών και η επίδειξη της προσήκουσας ευαισθησίας σε κοινωνικές ομάδες, οι οποίες έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από την οικονομική κρίση. Η προστασία ατόμων που βρίσκονται στα όρια της εξαθλίωσης πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα του Κράτους, το οποίο επιβάλλεται να συνειδητοποιήσει πως η οικονομική αφαίμαξη των πολιτών και οι επιβαλλόμενες ασύμμετρες επιβαρύνσεις έχουν συνήθως τα αντίθετα του αναμενομένου αποτελέσματα. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να λησμονείται πως οι καταστροφικές επιπτώσεις των συνεχών φοροεπιδρομών των τελευταίων ετών, έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους και στην πραγματική οικονομία, με τα επίπεδα ρευστότητας και τις προοπτικές ανάκαμψής της να βρίσκονται στο ναδίρ.
- Τρόπος φορολόγησης προστιθέμενης διαφοράς τεκμηρίων:
Για όσους διαθέτουν χαμηλά εισοδήματα μόνο από κεφάλαιο, δηλαδή από τόκους, μερίσματα ή εκμίσθωση ακινήτων ή και από υπεραξία κεφαλαίου (π.χ. από μετοχές), τυχόν πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει λόγω του ότι τα τεκμήρια προσδιορίζουν το εισόδημα σε υψηλότερο επίπεδο από το δηλωθέν, θα φορολογείται με την κλίμακα των μισθωτών και των συνταξιούχων, στην οποία ισχύει αφορολόγητο όριο 9.500 ευρώ, και όχι με συντελεστή 26% συν προκαταβολή επομένου έτους, εφόσον το τεκμαρτό εισόδημα (το εισόδημα που προκύπτει βάσει τεκμηρίων) δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ. Σε κάθε τέτοια περίπτωση ο φορολογούμενος θα πρέπει να έχει καλύψει με αποδείξεις το 10% της πρόσθετης διαφοράς φορολογητέου εισοδήματος, ώστε να μη φορολογηθεί καθόλου.
Θέση ΕΣΕΕ:
Από την πρώτη κιόλας στιγμή θέσπισης και εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης, η ΕΣΕΕ εξέφρασε την κάθετη αντίθεσή της με το συγκεκριμένο μέτρο, το οποίο παρήγαγε πληθώρα στρεβλώσεων, αδικιών και εσφαλμένων συμπερασμάτων, με άμεση συνέπεια την υπέρμετρη επιβάρυνση των υπόχρεων. Ως εκ τούτου, η πρόθεση των υπεύθυνων χάραξης φορολογικής πολιτικής, αν και δεν καταργεί πλήρως τα τεκμήρια διαβίωσης και δεν προβλέπει την αντικατάστασή τους με σύγχρονες ηλεκτρονικές εφαρμογές διασταύρωσης των περιουσιακών στοιχείων, κρίνεται πως κινείται στη σωστή κατεύθυνση προστασίας των πλέον ασθενών κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων.
Εντούτοις, η μη πρόβλεψη υπαγωγής των συνεπών δανειοληπτών στις ευεργετικές διατάξεις που περιγράφηκαν παραπάνω, συνιστά σημαντική παράλειψη, καθώς δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας πως η σύναψη δανείου με πιστωτικό ίδρυμα και η καταβολή των δόσεων αποτελεί τεκμήριο. Μάλιστα, εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας και της συνακόλουθης συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης και των εισοδημάτων, χιλιάδες δανειολήπτες έχουν περιέλθει σε δεινή οικονομική θέση, καθιστώντας επιτακτική ανάγκη την άμεση ανακούφισή τους.
Γενικότερες παρατηρήσεις ΕΣΕΕ επί του Νομοσχεδίου:
Παρά το γεγονός πως με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία του Υπουργείου Οικονομικών, επιχειρείται ένας στοιχειώδης εξορθολογισμός στη διαδικασία βεβαίωσης και επιμερισμού των φορολογικών βαρών, οι τελικές διατάξεις του Νομοσχεδίου δεν συμπεριλαμβάνουν τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί αρχικώς. Πιο συγκεκριμένα:
Α. Μισθωτοί με μπλοκάκι:
Ενώ πριν από λίγες ημέρες είχε δημιουργηθεί η αίσθηση πως θα θεσμοθετείτο εντέλει η φορολόγηση στην κλίμακα μισθωτών & συνταξιούχων εκείνων των μισθωτών υπαλλήλων που συμπληρώνουν παράλληλα το ετήσιο εισόδημά τους με έσοδα από «μπλοκάκι», κάτι τέτοιο τελικά δεν θα ισχύσει.
Συνιστά πάγια θέση της ΕΣΕΕ πως ο φορολογικός διαχωρισμός των πολιτών με βάση την πηγή του εισοδήματος και όχι με βάση τις συνολικά διαθέσιμες απολαβές, ανεξαρτήτως πηγής προελεύσεως, αποτελεί απροκάλυπτη παραβίαση των βασικών αρχών της φορολογικής δικαιοσύνης. Συνεπώς, η θέσπιση μίας κοινής φορολογικής κλίμακας με ενιαίους συντελεστές, στην οποία θα εντάσσεται/εμπίπτει το σύνολο των δηλωθέντων καθαρών εισοδημάτων όλων των εργαζομένων (ελεύθερων επαγγελματιών, μισθωτών), αποτελεί βασική προϋπόθεση της αναμόρφωσης του υπάρχοντος αναποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου.
Β. Bonus σε συνεπείς φορολογουμένους:
Ακόμη μία εξαγγελία που έμεινε στα χαρτιά αποτελεί η θέσπιση μπόνους (έκπτωση φόρου) για τους συνεπείς φορολογουμένους σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του φόρου εισοδήματος. Ενώ εκφραζόταν σιγουριά πως το ποσοστό έκπτωσης φόρου θα ξεπερνούσε το 2%, αποτυπώνοντας στην ουσία τη βούληση επιβράβευσης, από πλευράς ιθυνόντων, των συνεπών υπόχρεων, εν τέλει στο σύντομο Νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή δεν προβλέπεται σχετική διάταξη.
Η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας ήδη από τη διαβούλευση του Νομοσχεδίου για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών στο Δημόσιο και στα Ασφαλιστικά Ταμεία (Νόμος 4321/2015), είχε επιστήσει την προσοχή στους αρμόδιους κρατικούς φορείς, προκειμένου να υπάρξει επιτέλους μία έμπρακτη και ουσιαστική επιβράβευση των συνεπών φορολογουμένων. Μάλιστα, στο άκουσμα, πριν από λίγο καιρό, του ιδιαίτερα χαμηλού ποσοστού bonus (2% έκπτωση από το φόρο εισοδήματος) που σκόπευε να χορηγήσει η ελληνική Πολιτεία, η ΕΣΕΕ είχε αντιδράσει τονίζοντας με έμφαση πως προκειμένου οι υπόχρεοι να λάβουν ως επιβράβευση το προς εξέταση ποσό, θα πρέπει η αντίστοιχη έκπτωση να κυμαίνονταν στα επίπεδα του 5% τουλάχιστον.
Γ. Δωρεές σε χρήμα:
Σε αντίθεση με τη ρητές δεσμεύσεις που ακούσαμε πρόσφατα για μείωση -ίσως και κατάργηση- του φόρου δωρεάς σε χρήμα για τους συγγενείς πρώτου βαθμού και την αντίστοιχη μείωση των συντελεστών φόρου για τις υπόλοιπες κατηγορίες, κάτι ανάλογο δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις του Νομοσχεδίου.
Οποιοδήποτε μέτρο φορολογικού περιεχομένου που διακρίνεται για τον αμιγώς εισπρακτικό του χαρακτήρα και εξαϋλώνει την υφιστάμενη μηδαμινή ρευστότητα της Αγοράς, θα πρέπει να εξαλείφεται από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Η κατάργηση ατεκμηρίωτων διατάξεων γίνεται ακόμη πιο επιτακτική εάν αναλογιστεί κανείς πως στην ουσία οι δωρεές σε χρήμα υφίστανται μία πρωτοφανή διπλή φορολόγηση, από τη στιγμή που ο δωρητής έχει ήδη φορολογηθεί για τα χρήματα που θα μεταβιβάσει/δωρίσει.
Εν κατακλείδι και εν όψει της υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος και της αδήριτης ανάγκης για παράταση των καταληκτικών ημερομηνιών, κυρίως αυτών που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, οι νέες ρυθμίσεις δεν ικανοποιούν τη συντριπτική πλειοψηφία των υπόχρεων ενώ ταυτόχρονα δεν εξαλείφουν βασικές αγκυλώσεις της πραγματικής οικονομίας που έχουν επανειλημμένως επισημανθεί από φορείς της Αγοράς. Θα περιμέναμε ως εκπρόσωποι του ελληνικού εμπορίου να υιοθετηθούν κάποια κομβικής σημασίας μέτρα που θα διευκόλυναν την καθημερινότητα εκατομμυρίων συνανθρώπων μας και χιλιάδων επιχειρήσεων. Τουναντίον και για πολλοστή φορά, κοινά αποδεκτές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις καταπολέμησης γραφειοκρατικών διαδικασιών και κατάργησης άδικων διατάξεων παραμένουν σε εκκρεμότητα».