Είπαμε πολλά με την Τέτη, λες και δεν θα τα ξαναλέγαμε. Και δεν θα τα ξαναπούμε…
Χτυπημένη από την επάρατο, έδωσε με αξιοπρέπεια σκληρό αγώνα για τη ζωή της
Παντελής Ξανθίδης |> Ήμασταν φίλοι πάνω από 30 χρόνια. Με ήξερε και την ήξερα. Η φιλία μας δεν ήταν ‘’καθημερινή’’ αλλά βρισκόμασταν κατά καιρούς, πότε τυχαία και πότε από κοινές παρέες. Μπορεί τα χρόνια των ‘’προβολέων’’ κάποια στιγμή να πέρασαν, αλλά η Τέτη ποτέ δεν έγινε κομπάρσος της ζωής. Πάντα ξεχώριζε. Έλαμπε μέσα από την απλότητά της.
Η δημοσιότητα την ‘’θυμήθηκε’’ όταν η Τέτη, χτυπημένη από την επάρατο, αλλά και από κορωνοϊό, έδινε αγώνα ζωής… Πάνω στο ‘’πεδίο της μάχης’’ που έδινε στο ‘’Αγία Ελένη’’ της οδού Σούτσου, είδε ένα πρωτοσέλιδο που την στενοχώρησε πολύ. Το έλεγε και το ξανάλεγε. Γιατί δεν ήθελε να δημοσιοποιηθεί ο Γολγοθάς της.
Η Άννα Φόνσου ως ‘’πανταχού παρούσα’’ για τους ηθοποιούς, θέλησε να της χαρίσει μία καλύτερη νοσηλεία και η Τέτη διακομίστηκε στην μονάδα φροντίδας ‘’Γαλιλαία’’ (Ι.Μ. Μεσογαίας) στα Σπάτα. Εκεί φιλοξενήθηκε για μερικές ημέρες, αλλά μετά από επιδείνωση της υγείας της, με πρωτοβουλία πάλι της Άννας Φόνσου, διακομίστηκε στη μονάδα του κτηρίου ‘’Ζ’’ του ‘’Σωτηρία’’.
‘Όταν αντίκρισα την Τέτη δεν θύμιζε τίποτα από εκείνη την κούκλα που ξέραμε. Η παλιαρρώστια την είχε λυγίσει. Όμως δεν έπληξε την αξιοπρέπεια και τη λεβεντιά της. Ακόμη κι εκείνη τη μέρα που από το δωμάτιο του ‘’Σωτηρία’’ της έκλεψαν το πορτοφόλι, με ταυτότητα, μετρητά και κάρτα τραπέζης. Αν και την ‘’έγδυσαν’’ η Τέτη δεν έχασε ούτε την ψυχραιμία της μήτε και την αξιοπρέπειά της. Το μόνον παράπονό της ήταν που η τράπεζα ζητούσε την παρουσία της για να πάρει νέα κάρτα. Και επειδή ήταν αδύνατη η μετακίνησή της, της ζητούσαν πληρεξούσιο μέσω δικηγόρου!
Μετά δυο-τρεις μέρες – και εφ’ όσον είχε περάσει ο κορωνοϊός – της έδωσαν εξιτήριο από το ‘’Σωτηρία’’ και διακομίστηκε στο σπίτι. Πήγα και την είδα την περασμένη Πέμπτη…
«Βρε, μη μου κάνεις πλάκα!»… Αυτό μου αποκρίθηκε όταν της είπα «Σε βλέπω πολύ καλύτερα από τότε που ήσουν στο νοσοκομείο!». Και πράγματι έτσι ήταν. Είχε πάρει χρώμα και γενικά έδειχνε πιο ευδιάθετη.
Όταν στη συνέχεια της είπα: «Δεν σου κάνω κομπλιμάν… Πράγματι δείχνεις πολύ καλύτερα!». Έδειξε ότι… δήθεν την έπεισα και φώτισε το πρόσωπό της!
Και πόσα δεν είπαμε εκείνο το απόγευμα της Πέμπτης… Θυμηθήκαμε, πρόσωπα και καταστάσεις. Για πρώτη φορά μου μίλησε τόσο ανοιχτά για τις πίκρες και τις χαρές της. Κάθε κουβέντα της έκρυβε κι ένα χαμόγελο – ακόμη και για αναφορές καταστάσεων ή προσώπων που περίμενες την πίκρα. Την θαύμασα για το «δε βαριέσαι!» για πρόσωπα και για περιστατικά που δεν θα ήθελε να θυμάται. Είπαμε πολλά, λες και δεν θα τα ξαναλέγαμε. Και δεν θα τα ξαναπούμε.
Τέτη αν και ήσουν στο τελευταίο στάδιο, δεν το έβαζες κάτω. Το είχες φιλοσοφήσει και περίμενες το μοιραίο.
«Να, κάποια στιγμή δεν θα μπορώ να αναπνεύσω και…», μου είχες πει. Κι αυτή η ‘’κάποια στιγμή’’ ήρθε σήμερα το πρωί… Καλό σου ταξίδι!