«Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός» στη Δραπετσώνα όπου το χθες συναντά το σήμερα
Ανεργία και δυσοσμία
|> Συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε χθες στη Δραπετσώνα από τον Δήμο, φορείς, συλλογικότητες και κατοίκους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την ατμοσφαιρική ρύπανση που πνίγει την περιοχή, αλλά και συνοικίες του Δήμου Πειραιώς. Τα σχολεία την Παρασκευή παρέμειναν κλειστά, ύστερα από απόφαση του Δήμου, ο οποίος απηύθυνε έκκληση στην Πολιτεία να εντοπίσει την προέλευση της ρύπανσης και να επιβάλει τον νόμο.
Το πρόβλημα στην περιοχή επανεμφανίζεται συχνά-πυκνά τα δύο τελευταία χρόνια, δηλαδή από τότε που ξεκίνησε τη λειτουργία της μια νέα βιομηχανική μονάδα, η Oil One, η οποία διαχειρίζεται τα πετρελαιοειδή στα Λιπάσματα. Σε δηλώσεις του στον “Τύπο Πειραιώς” ο δήμαρχος Κερατσινίου – Δραπετσώνας, Χρήστος Βρεττάκος, τόνισε:
«Οι έντονες και δυσάρεστες δυσοσμίες των τελευταίων ημερών στην περιοχή έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από την τοπική κοινωνία. Οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν μέχρι την τελική μας δικαίωση, μέχρι να απομακρυνθούν οι εγκαταστάσεις που επιβαρύνουν την υγεία μας και θέτουν σε κίνδυνο τα παιδιά μας και το περιβάλλον».
Σημειώνεται ότι ο Δήμος ζητεί την απομάκρυνση των εγκαταστάσεων της Oil One, του εργοστασίου Lafarge, καθώς και την αποξήλωση των παλαιών δεξαμενών των Ελληνικών Πετρελαίων.
Δραπετσώνα – Κερατσίνι, δύο φτωχές περιοχές του Λεκανοπεδίου, που δοκιμάζονται υπέρμετρα από την οικονομική κρίση και την ανεργία, περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της χώρας, και που από το 2011 συνενώθηκαν στο πλαίσιο του “Καλλικράτη” και αποτελούν ενιαίο Δήμο. Κοινή, λοιπόν, πορεία για δύο πόλεις με μεγάλα προβλήματα, τις οποίες πολλά τις ενώνουν και ελάχιστα τις χωρίζουν σε μια περιοχή που η ρύπανση δεκαετίες τώρα πότισε τη γη, μόλυνε τον αέρα και τη θάλασσα. Οι βιομηχανικοί ρύποι, τα χημικά απόβλητα, τα πετρελαιοειδή, τα λύματα της Αττικής που καταλήγουν στις εγκαταστάσεις του Ακροκεράμου και από εκεί στην Ψυττάλεια έχουν επιβαρύνει ανεπανόρθωτα την περιοχή.
«Μ΄ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός, κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός» οι στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη για τη Δραπετσώνα, που μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν από έναν ολόκληρο λαό. Έναν λαό, που μέσα από τα τραυματικά βιώματα της Δραπετσώνας, αφουγκραζόταν και τον δικό του πόνο, τους δικούς του καημούς.
Η Δραπετσώνα συγκροτήθηκε σαν οικισμός στις αρχές του 1830 με την απελευθέρωση της χώρας από τον οθωμανικό ζυγό και κατοικήθηκε μαζικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή από πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε ξύλινες παράγκες, οι οποίες διατηρήθηκαν μέχρι το 1968 όταν άρχισε η ανοικοδόμηση των προσφυγικών κατοικιών. Τα κύματα της προσφυγιάς βρήκαν απάγκιο στην περιοχή, έστω στοιβαγμένα σαν ανθρώπινα απορρίμματα και αφημένα στην τύχη τους. Γρήγορα η Δραπετσώνα γέμισε με ξύλινες κατασκευές που αποτελούνταν από δυο ξύλινα δοκάρια, δυο λαμαρίνες, ένα υποτυπώδες στέγαστρο και μια κουρελού για πόρτα. Μέσα σε αυτές τις παράγκες οι ξεριζωμένοι προσπαθούσαν να ξαναστήσουν τις ζωές τους, τα όνειρά τους για μια σπιθαμή ουρανό και μια ηλιαχτίδα στο σκοτάδι.
Σε αυτήν την περιοχή του ιδρώτα, του μόχθου και του πόνου, από τον σταθμό του Αγίου Διονυσίου, το Καστράκι, τον όρμο Κρεμμυδαρού έως τη Γούβα, που βρισκόταν ανάμεσα στα εργοστάσια της ΑΓΕΤ, το γυψάδικο και τα ταμπάκικα, άνθρωποι από τη Μικρασία και τον Πόντο, αλλά και άλλοι, κατατρεγμένοι λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων, είχαν βρει τη δικιά τους «Εδέμ» και αναζητούσαν απεγνωσμένα ένα καλύτερο αύριο – κυρίως για τα παιδιά τους. Παράλληλοι δρόμοι και σήμερα και ας πέρασε από τότε σχεδόν ένας αιώνας…
Οι Δραπετσωνίτες παρήγαν εκείνες τις εποχές τόσο πολύ τσιμέντο που κάλυπτε όλη την αγορά της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά οι ίδιοι δεν είχαν ένα-δυο σακιά απ’ αυτό για να χτίσουν τα σπίτια τους. «Κάθε του πόρτα ιδρώτας και αναστεναγμός» για τους ταλαιπωρημένους, πλην όμως περήφανους, αυτούς ανθρώπους, τους οποίους η κρατική αναλγησία προσπάθησε επανειλημμένως να εκδιώξει από τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, υπογράφοντας την αναγκαστική μετεγκατάστασή τους, όχι βεβαίως από ενδιαφέρον, αλλά για την εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων.
Ένα, λοιπόν, πρωινό, τον Σεπτέμβριο του 1960, τους έστειλαν ένα χαρτί, με λίγες λέξεις και πολλές σφραγίδες και με το οποίο τους ανακοίνωναν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, τις παράγκες τους. Ένα χαρτί-μαχαιριά που έμοιαζε σαν τα λασπόνερα της ξαφνικής τότε νεροποντής που παρασύρουν τα πάντα στο πέρασμά τους στα σοκάκια της θλίψης. Στα σπίτια του πόνου, που είχαν «τρύπια στέγη», αλλά «άστρα και πουλιά».
Το κυβερνητικό… πρόγραμμα αφορούσε μόνο 1.200 σπίτια, ενώ οι οικογένειες ήταν τέσσερις χιλιάδες. Οι υπόλοιποι πού θα έβρισκαν νέο καταφύγιο για να ξαναστήσουν τα όνειρά τους; Όπως ήταν επόμενο οι κάτοικοι απέρριψαν τα κυβερνητικά σχέδια και ζήτησαν αυτοστέγαση για όλους. Έτσι ένα χειμωνιάτικο πρωινό του Νοεμβρίου η αστυνομία Πειραιά μαζί με εκσκαφείς εισέβαλε στα φτωχικά της Δραπετσώνας και άρχισε να τα γκρεμίζει, λόγω και της απουσίας των ανδρών που δούλευαν στα εργοστάσια και στα τσιμεντάδικα. Επακολούθησαν εκτεταμένες συγκρούσεις, οι οποίες ανάγκασαν τον εισαγγελέα Πειραιά να ανακαλέσει την απόφαση κατεδάφισης.
Βεβαίως η σημερινή Δραπετσώνα έχει αλλάξει πρόσωπο και παρά τη φτώχεια συνεχίζει να ελπίζει σε καλύτερες ημέρες, ασχέτως αν είναι βυθισμένη στην ανεργία, ενώ τα περισσότερα παιδιά της έχουν πάρει τον δρόμο της ξενιτιάς.
Η Δραπετσώνα, όπως άλλωστε και το Κερατσίνι, αυτό που ζητούν και απαιτούν είναι τα παιδιά που μεγαλώνουν να μην τα πνίγει η ρύπανση και η δυσοσμία και τα λουλούδια στους κήπους και τις αυλές να μη μαραίνονται μόλις ανθίσουν. Δεν ζητούν πολλά…
Όσο για τα μεγαλεπήβολα σχέδια που εκπονούνται ερήμην τους και σύμφωνα μ’ αυτά η περιοχή προορίζεται για το… City του Πειραιά, οι κάτοικοι κρατούν «μικρό καλάθι» και εκείνο που θέλουν είναι τα όποια σχέδια να τους περιλαμβάνουν στο κάδρο και να μη βρίσκονται, ως συνήθως, έξω απ’ αυτό…