Ωραία τα τραγούδια, αλλά με στοργή και ποιότητα…
Δεν σηκώνεσαι, παιδί μου, να τραγουδήσεις Χιώτη αξύριστος, με ένα περίεργο πουκάμισο!
Δημ. Καπράνος |> Μείναμε στο σπίτι το Σαββατοκύριακο, όπως γίνεται συνήθως. Και είπα να δω εκείνες τις εκπομπές που παρουσιάζουν ελληνικά τραγούδια. Η μια μεταδίδεται από την ΕΡΤ και η άλλη από τον “Σκάι”. Στην ΕΡΤ, έπεσα επάνω σε ένα αφιέρωμα (από τα πολλά) στον Μανώλη Χιώτη. Έναν σπουδαίο μουσικό, δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, προικισμένο συνθέτη, έναν άνθρωπο ο οποίος εισήγαγε το μπουζούκι στα “μεγάλα σαλόνια”.
Να σημειώσω την παρουσία του εξαίρετου δεξιοτέχνη Μανώλη Καραντίνη (απήλαυσα το πολύ δύσκολο σόλο στο τραγούδι “Περασμένες μου αγάπες”) και των επίσης πολύ δυνατών “συνεργών” του Γιάννη Σινάνη και Θανάση Βασιλά.
Ήταν, πράγματι, απόλαυση να ακούς τα “σόλο” που καθιέρωσε ο Μανώλης Χιώτης, με το τετράχορδο μπουζούκι. Μου έχει πει ο περίφημος κιθαριστής Πάκο ντε Λουτσία, ότι τα σόλο αυτά είναι από τα ωραιότερα που έχει μελετήσει.
Ωστόσο, έχω να κάνω τις ακόλουθες παρατηρήσεις, μια και -ως “πληρώνων” την δημόσια τηλεόραση- έχω λόγο.
Ο Κύπριος τραγουδιστής Δώρος Δημοσθένους, που ερμήνευσε (για την ακρίβεια επιχείρησε να ερμηνεύσει) Μανώλη Χιώτη, επέδειξε άγνοια ασυγχώρητη! Δεν σηκώνεσαι, παιδί μου, να τραγουδήσεις Μανώλη Χιώτη αξύριστος, με ένα περίεργο πουκάμισο (μάλλον για φόρμα μου φάνηκε) κι ένα ξεβαμμένο “μπλου-τζιν”, ημι- καθισμένος, μάλιστα, χωρίς ίχνος αισθητικής, σε ένα σκαμπό.
Ο Χιώτης, αγαπητοί, είχε το δικό του ύφος και τον δικό του ενδυματολογικό κώδικα. Τον σεβάστηκε απολύτως ο εξαιρετικός μουσικός Καραντίνης, όπως και η Νέλλη Γκίνη, η οποία ερμήνευσε με ευλάβεια τραγούδια του σπουδαίου δημιουργού.
Ακόμη, δεν είναι σωστό, την ώρα που ο σολίστ “χαλάει κόσμο” με το μπουζούκι, να γεμίζει η “πίστα” με καλλίγραμμες κοπέλες, που λικνίζονται (άλλο “χορεύω” κι άλλο “λικνίζομαι”) και απασχολούν τον φακό. Στα κομμάτια του Χιώτη, πρωταγωνιστής είναι το μπουζούκι και όχι οι “τσαούσες”, που έλεγε ο σπουδαίος Γιώργος Μαρίνος.
Για την εκπομπή το “Σκάι” δεν έχω να πω πολλά. Διαπιστώνω κόπωση στον “οικοδεσπότη” (φυσικό είναι, έπειτα από τόσα χρόνια) αλλά και “προς τα κάτω” τάση της ποιότητας των τραγουδιών και των ερμηνευτών που επιλέγονται.
Και κάτι ακόμη, γενικότερο, που αφορά και τις δυο εκπομπές. Αυτό το σκηνικό με τα τραπέζια, τα ποτά, τα φαγητά, δεν είναι ότι καλύτερο αισθητικά. Θα μπορούσε ο φακός να μην εστιάζει στα εδέσματα και τα ποτήρια ούτε σε πρόσωπα τα οποία δεν γνωρίζουν τα τραγούδια και λένε “άλλα αντί άλλων”…
Θα μου πείτε τώρα “Τί ψάχνεις; Τραγούδια ακούμε και περνάει η ώρα μας, αν θέλαμε κάτι ποιοτικό θα πηγαίναμε στο Μέγαρο!“. Να σας πω την αμαρτία μου, δεν είναι και πολύ καλύτερα τα πράγματα στο “Μέγαρο”. Περισσότερα Συνέδρια για τον Μαρξ και άλλες “ανησυχίες” ακούω να γίνονται εκεί, καθώς και άλλες, πολιτικής υφής, εκδηλώσεις, παρά μετακλήσεις καλλιτεχνών.
Ευτυχώς που έρχεται τον Απρίλιο ο Θόδωρος Κουρεντζής και θα σπεύσουμε! Αλλά μην χάσουμε το θέμα μας. Ωραία είναι τα τραγούδια τα Σαββατόβραδα. Θέλουν, όμως, λίγη περισσότερη στοργή και ποιότητα.