Αν ρωτάς γιατί πικρά χαμογελάμε: όλοι γυρίζουν στη ζωή και πίσω μένουμε εμείς…
Αν παραπονιόμαστε είναι από νοσταλγία για κείνο που “κάποτε κι εμείς…”. Ποιοι; Θα μας γνωρίσεις από το βλέμμα· θαμπωμένο από το τότε…
Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Φεύγουν και δε γυρίζουν ούτε να δουν τον διάδρομο, τη σπαστή πόρτα με το νούμερο θαλάμου. Δεν αντέχουν, λένε, τις οδυνηρές αναμνήσεις. Φεύγουν και ξαναγυρίζουν μέρα τη μέρα στον ομαλό βίο. Στην ευλογημένη πίεση της βιοτής.
Τις μικροχαρές, τις μικροστενοχώριες· τον καφέ της Κυριακής στην καφετέρια, τις μπιρίτσες τα ζεστά βράδια· το ματς στην τηλεόραση και το κουτσομπολιό στα πρωινάδικα. Τα μπάνια στις λαϊκές αμμουδιές και στις κοσμικές πλαζ. Όλη αυτή η καθημερινότητα που παράδοξα αντιμάχεται τη μονοτονία.
Με κάθε όχημα φεύγουν όλοι και γυρίζουν στη ζωή. Πίσω, παραπίσω μένουμε εμείς. Ποιοι; Θα μας γνωρίσεις από το βλέμμα· θαμπωμένο από τότε που θρονιάστηκε μέσα μας το κατακάθι των τελικών ετυμηγοριών. Αν παραπονιόμαστε είναι από νοσταλγία για κείνο που “κάποτε κι εμείς...“. Τέλος πάντων.
Με αφορμή υπόδειξή μου προς νεαρό υποψήφιο εραστή (μη γίνεις ποτέ δεδομένος ακόμα και όταν το λαχταράς!), απόψε σκεφτόμουν έντονα τον πατέρα μου. Τον θυμήθηκα να βγάζει από το κλουβάκι τους ένα ένα τα τρία καναρινάκια του κρατώντας τα στην παλάμη με τρυφερότητα απροσμέτρητη και να τους σφυρίζει μια αγαπημένη του άρια. Μου φαινόταν πως τον άκουγαν μαγεμένα, νομίζω πως τον αγαπούσαν. Τους είχε δώσει ονόματα τενόρων της εποχής· ο Καρούζο, ο Λάντσα και ο Τζίλι. Τα κρατούσε τόσο απαλά αλλά εμένα μου φαινόταν τότε πως, λίγο ακόμα και θα τα έπνιγε.
Έτσι προέκυψε και η νεύρωσή μου: όταν σφίγγεις τον έρωτα στην παλάμη, λίγο θέλει να τον πνίξεις. Ο έρωτας στην κλειστή παλάμη -δεδομένος· στην ανοιχτή παλάμη ελεύθερος να μείνει ή να φτερουγίσει μακριά. Ο εραστής, η ερωμένη: διδόμενοι ναι, δεδομένοι ποτέ.
Με κάτι τέτοιες νοσηρές ιδεοδρομίες βγάζω πέρα τις νύχτες, γυρνώντας από “εκεί”… Εκεί απ’ όπου οι τυχεροί -επειδή περαστικοί- φεύγουν και ρίχνουν πίσω τους μαύρη πέτρα· που βρίσκει κατακέφαλα πότε εμένα πότε τους άλλους αλυσοδεμένους εκεί – αφού αλλού δε γίνεται πια να πάμε. Μη ρωτάς “γιατί” λοιπόν…
(*) Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”