ΠΟΕΣΥ: Η παραπληροφόρηση δεν αντιμετωπίζεται με λογοκρισία
Φόβοι της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, προκάλεσε η “λογοκριτική παρέμβαση” που έκανε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
|> Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ) συντάσσεται με την Ευρωπαϊκή και τη Διεθνή Ομοσπονδία δημοσιογράφων (EFJ) και (IFJ) και καταδικάζει ενέργειες της Διεθνούς Κοινότητας με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, που μπορεί να πάρουν επικίνδυνες διαστάσεις για την Ελευθερία του Τύπου και την Ενημέρωση.
Όταν η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε (27/2) ότι το RT που υποστηρίζεται από το Κρεμλίνο, παλαιότερα γνωστό ως Russia Today και το Sputnik, θα απαγορευθούν στην ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (EFJ) ανακοίνωσε αμέσως τους φόβους της για τις επιπτώσεις αυτής της λογοκριτικής παρέμβασης στην ελευθερία της έκφρασης στην Ευρώπη.
«Θα απαγορεύσουμε τη μηχανή των μέσων ενημέρωσης του Κρεμλίνου στην ΕΕ», δήλωσε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Τα κρατικά Russia Today και Sputnik, και οι θυγατρικές τους, δεν θα μπορούν πλέον να διαδίδουν τα ψέματά τους για να δικαιολογήσουν τον πόλεμο του Πούτιν. Αναπτύσσουμε εργαλεία για να απαγορεύσουμε την τοξική και επιβλαβή παραπληροφόρησή τους στην Ευρώπη», πρόσθεσε, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο Γενικός Γραμματέας της EFJ, Ricardo Gutiérrez εξέφρασε την έκπληξή του για την ανακοίνωση:
«Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να θυμόμαστε ότι η ρύθμιση των μέσων ενημέρωσης δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κυρία φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε ένα μέτρο που στην πραγματικότητα δεν μπορεί να λάβει. Η ΕΕ δεν έχει δικαίωμα να χορηγεί ή να ανακαλεί άδειες μετάδοσης. Αυτό είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών. Επίσης, το ολοκληρωτικό κλείσιμο ενός Μέσου Ενημέρωσης δεν μου φαίνεται ο καλύτερος τρόπος για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης ή της προπαγάνδας».
Ο κ. Gutiérrez πρόσθεσε: «Αυτή η πράξη λογοκρισίας μπορεί να έχει εντελώς αντιπαραγωγική επίδραση στους πολίτες που παρακολουθούν τα απαγορευμένα Μέσα Ενημέρωσης. Κατά τη γνώμη μας, είναι πάντα καλύτερο να αντιμετωπίζουμε την παραπληροφόρηση των προπαγανδιστικών ή δήθεν προπαγανδιστικών Μέσων εκθέτοντας τα πραγματικά λάθη ή την κακή δημοσιογραφία τους, επιδεικνύοντας την έλλειψη οικονομικής ή λειτουργικής ανεξαρτησίας, τονίζοντας την πίστη τους στα κυβερνητικά συμφέροντα και την περιφρόνησή τους για το κοινό καλό».
Η EFJ υπενθυμίζει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία αναφέρει ότι η απαγόρευση ενός Μέσου Ενημέρωσης είναι μια σοβαρή πράξη, η οποία πρέπει να βασίζεται σε στέρεες νομικές βάσεις και αντικειμενικά στοιχεία, για την αποφυγή αυθαιρεσιών. «Η πρόκληση για τις δημοκρατίες είναι να καταπολεμήσουν την παραπληροφόρηση διατηρώντας παράλληλα την ελευθερία της έκφρασης», είπε ο Ricardo Gutiérrez.
Για την EFJ, θα πρέπει να ευνοηθούν άλλες στρατηγικές:
- Ενίσχυση της υποστήριξης για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία,
- ενθάρρυνση της ανεξαρτησίας των Μέσων,
- ενίσχυση της κοινωνικής θέσης των δημοσιογράφων,
- προώθηση της επαγγελματικής δεοντολογίας μέσω ανεξάρτητων συμβουλίων Τύπου,
- πλουραλισμός των Μέσων Ενημέρωσης,
- προώθηση της παιδείας στα Μέσα Επικοινωνίας για όλους,
- αύξηση της διαφάνειας για όσους βρίσκονται στην εξουσία.
Το πραγματικό αντίδοτο στην παραπληροφόρηση δεν είναι η απαγόρευση των Μέσων Ενημέρωσης, αλλά η προώθηση ενός ζωντανού, πλουραλιστικού, επαγγελματικού, ηθικού και βιώσιμου συστήματος Μέσων Ενημέρωσης, εντελώς ανεξάρτητου από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία.
«Ο κίνδυνος επίσης μιας πολιτικής λογοκρισίας είναι αυτός των πιθανών αντιποίνων, όπως είδαμε με την απαγόρευση της DW στη Ρωσία ως απάντηση στην απαγόρευση του RT στη Γερμανία. Το αποτέλεσμα αυτής της κλιμάκωσης ήταν η αποδυνάμωση του πλουραλισμού της Ενημέρωσης στη Ρωσία. Οι πολίτες έχασαν το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες που μεταδίδει η DW. Αυτό είναι λυπηρό», κατέληξε ο Κ. Gutiérrez.
Πολύ γρήγορα ήρθε η επιβεβαίωση των φόβων της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων. Την 1η Μαρτίου, οι ρωσικές αρχές απέκλεισαν την πρόσβαση σε δύο από τα κορυφαία ανεξάρτητα Μέσα Ενημέρωσης της χώρας, το Dozhd TV και το ραδιόφωνο Ekho Moskvy, για φερόμενη διάδοση «σκόπιμα ψευδών πληροφοριών» σχετικά με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η Διεθνής και Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (IFJ και EFJ) καταδίκασαν και αυτή την απόφαση ως προσπάθεια φίμωσης των Μέσων Ενημέρωσης για την κάλυψης της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Έξι ημέρες μετά την επίθεση των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, ο Γενικός Εισαγγελέας της Ρωσίας διέταξε την εποπτεία των μέσων ενημέρωσης της χώρας προκειμένου να «περιορίσει την πρόσβαση» στα μέσα ενημέρωσης εφόσον τους αποδοθούν κατηγορίες για δημοσίευση «πληροφοριών που καλούν σε εξτρεμιστική δραστηριότητα και βία» και «σκόπιμα ψευδείς πληροφορίες για τις ενέργειες του ρωσικού στρατού» στην Ουκρανία.
Οι ρωσικές αρχές επίσης αυξάνουν την πίεση στους δημοσιογράφους που καλύπτουν τις μάχες στην Ουκρανία. Η Κρατική Δούμα πρόκειται να συζητήσει ένα νομοσχέδιο που εισάγει ποινικές κυρώσεις για ψευδείς ειδήσεις σχετικά με τις ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις την Παρασκευή 4 Μαρτίου.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Ασφάλειας και Καταπολέμησης της Διαφθοράς της Κρατικής Δούμας, Βασίλι Πισκαριόφ, δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου μία ημέρα μετά τις δηλώσεις φον ντερ Λάιεν ότι το νομοσχέδιο συντάσσεται και είπε ότι τέτοια εγκλήματα θα τιμωρούνται με φυλάκιση έως και 15 ετών.
Επιπλέον, δεκάδες εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης και ιδίως στα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης –συμπεριλαμβανομένου του Dozhd TV– έχουν χαρακτηριστεί “ξένοι πράκτορες” από τις αρχές, όρος που ξυπνάει μνήμες σοβιετικής εποχής.
Ο γενικός γραμματέας της IFJ Anthony Bellanger δήλωσε: «Τα περιοριστικά μέτρα για τα ρωσικά ανεξάρτητα ενημερωτικά Μέσα είναι νέες προσπάθειες από το Κρεμλίνο να περιορίσει την πρόσβαση στην ελεύθερη πληροφόρηση εντός της ρωσικής επικράτειας. Καταδικάζουμε απερίφραστα αυτή τη λογοκρισία».