Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Μια παγκόσμια ημέρα – ανίκανη να μαρτυρήσει…

FLASH στις 10/05/2021

Φαίνεται, πως όλα είναι καλά στημένα για μια εύθυμη βραδιά∙ σα να λέμε δηλαδή, με πρόβλεψη: “εμένα απ’ έξω καθώς το έχω ψυχανεμιστεί”…

Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Κάθε χρόνο αυτή η παγκόσμια «ημέρα της μάνας» με ζορίζει. Επειδή αισθάνομαι πως τέτοιου είδους «υπομνήσεις» φαλκιδεύουν το νόημα αυθύπαρκτων αξιών, όπως η μάνα και ο πατέρας.

-Η μάνα μου βγήκε στιγμιαία από το προθανάτιο βύθος να με μαλώσει με άναρθρα μουγκρητά επειδή έκλαιγα ψιθυριστά στο αυτί της και μάλλον φοβήθηκε μην πάθω τίποτα. Η μάνα -είδα για πρώτη φορά καρδιά να παύει στο οξύμετρο και ήταν της μάνας μου.

-Η αδελφή της, μητέρα του εξ αίματος φίλου και συνοδοιπόρου μου, ενώ ξεψυχούσε, τον «διέταξε» αυστηρά να φύγει και να πάρει τα παιδιά του και εγγόνια της από το νοσοκομείο και να πάνε στο σπίτι.

-Ο άγνωστος πατέρας, πρόσφυγας ή λαθρομετανάστης που ξεψύχησε παγωμένος στον Έβρο, κάνοντας κύκλο με το μουσκεμένο σώμα του να προφυλάξει από την παγωνιά το κοριτσάκι του.

-Αμέτρητοι άλλοι πνίγηκαν στο Αιγαίο κρατώντας με τα χέρια έξω από το νερό να σώσουν τα βλαστάρια τους -ψάρευαν με απόχες τα άψυχα κορμιά τους οι λιμενικοί.

-Γονιός: η διαφύλαξη της ζωής! Τι ευγενέστερο;

Όμως πριν δώδεκα χρόνια έγραψα αυτό που ακολουθεί (από τα «θραύσματα και θροΐσματα») που επιμένει να κυριαρχεί στη διάτρητη μνήμη μου κάθε τέτοια ημέρα που οι ευχές και τα θαυμαστικά μοιάζουν με γλυκερά παρασκευάσματα. Και συγγνώμη για τον συνειρμό, φταίνε όσα έχουν πάνω μου σωριαστεί -η άρνηση της χαράς, όπως μου επισημάνθηκε πρόσφατα.

ΟΤΑΝ Ο ΚΑΙΡΙΟΣ ΤΟΠΟΧΡΟΝΟΣ

Όταν ο καίριος τοποχρόνος αφιχθεί θα το ξεκινήσω∙ ένα από τα αμέτρητα σχέδια, χαραγμένα βιαστικά σε μικρά χαρτάκια με την από χρόνια δυσανάγνωστη -μέχρι μη αναγνώσιμη -γραφή μου, με τις ιδέες τυπικά να με κατακλύζουν στο παραπέντε κάποιας κοινωνικής εκδήλωσης, μιας βεγγέρας, μιας δεξίωσης, κάποιας συνάθροισης ανθρώπων τέλος πάντων όπου το καθαρό διακύβευμα δεν είναι η εγγύτητα της έλξης αλλά η απόσταση της άπωσης.

Όπως απόψε ας πούμε, που έχω υποσχεθεί να πάω κι εγώ «εκεί»∙ αλλά που έχω ήδη αποφασίσει πως σίγουρα δε θα πάω χωρίς να έχω επιλέξει τον προφασιστικό ελιγμό∙ αυτός ανήκει στην και πέντε στιγμή, είναι το κουσούρι μου αυτή η αναβλητικότητα. Απόψε λοιπόν, κάποιοι και κάποιες, ταγμένοι σε ρόλους στήριξης των θανάσιμα χτυπημένων και τετελεσμένων, έχουν κλείσει αποκριάτικο γλέντι σε κάποια ταβέρνα με όνομα όμορφης πατρότητας. Φαίνεται, όπως κατάλαβα από την κινητικότητα των τελευταίων ημερών πως όλα είναι καλά στημένα για μια εύθυμη βραδιά∙ σα να λέμε δηλαδή, με πρόβλεψη: εμένα απ’ έξω και καθώς το έχω ψυχανεμιστεί έχω ήδη από μέρες θέσει εαυτόν εκτός.

Άκου λοιπόν το αποψινό μενού: η μάνα της Ρούλας και η μάνα του Χρήστου σερβιρισμένες σε κύματα αμφίκοπης οργής. Φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους, όπως ας πούμε ψάρι με κρέας ή κόκκινο κρασί με θαλασσινά, όμως θα το παλέψω να τις συνδέσω.

Πρώτο πιάτο: Η μάνα του δεκαοχτάχρονου με τη γενετικά καθορισμένη δυστονία και την καινούργια για μένα λέξη καμπτοκορμία . Έτσι άρχισε ο αδελφός του να σκιαγραφεί τον Χρήστο, με τη μάνα τους παρούσα και εμφανώς ψύχραιμη. Την παρακολουθούσα στην άκρη του οπτικού μου πεδίου, ακίνητη μεν αλλά ένιωθα πως κρατούσε το πηδάλιο του νεαρού που με οδηγούσε στην καρδιά του προβλήματος. Ένα παιδί στα δώδεκα που στην αρχή δε μπορούσε να σταθεί καλά μέχρι που ο κορμός του έγερνε και έφτανε μέχρι τα πόδια, σχεδόν ένα σώμα διπλωμένο στα δύο. Όλες οι διαγνωστικές αναζητήσεις απέτυχαν και τέλος –η συνήθης αμηχανία των γιατρών σε αδιέξοδο- όλα αποδόθηκαν σε ψυχολογικό πρόβλημα∙ ώσπου η μετάβαση σε ειδικό κέντρο στις ΗΠΑ έλυσε το μυστήριο: δυστονία με καμπτοκορμία , μια σπάνια γενετική βλάβη∙ και το παιδί καλωδιώθηκε εσωτερικά, το σώμα του σηκώθηκε και μπόρεσε να κοιτάξει για πρώτη φορά μετά από καιρό ίσια στα μάτια τον κόσμο∙ έστω με τη βοήθεια ειδικών θεραπειών διέγερσης ανά δύο-τρεις μήνες, στο ειδικό κέντρο. Έτσι ο Χρήστος φάνηκε να γυρίζει δικαιωματικά πια στον καθ’ ημάς υπαρκτό, μέχρι που η οργισμένη τυχαιότητα τού χτύπησε ξανά την πόρτα: ένας καρκίνος όρχεως, που ξεχειλίζει αγριότητα, με τρομάζει και μόνο που βλέπω, ο πωρωμένος εγώ ογκολόγος, την περιγραφή του παθολογοανατόμου.

Η στάση μου, αρχικά έως και αδιάφορη –η κούραση της μέρας μας κάνει πολλές φορές μέχρι και εχθρικούς στα περιστατικά που θέλουν πολλή ενασχόληση και μάλιστα διαδικαστική. Αδιάφορη μέχρι τη στιγμή που η μάνα τραβάει μια φωτογραφία από την τσάντα και μου τη δείχνει. Σε κάποιο μπαλκονάκι –νομίζω με μπαλκόνια γύρω και κεραίες, ίσως συνοικία υποβαθμισμένη- ένα πλάσμα σε στάση γάντζου, χωρίς πρόσωπο∙ κοιτάζει το μωσαϊκό και τα χέρια του αιωρούνται αμήχανα πού ν’ ακουμπήσουν -το πάτωμα ή τα παπούτσια; …ένα πλάσμα που παλινδρομεί σε παλαιοντολογικούς χρόνους, πριν τον homo erectus, πριν τον πίθηκο που σκυφτός προχωρεί αλλά σηκώνει το κεφάλι και βλέπει μπροστά∙ μια μεταφυσική εκδοχή παλινδρόμησης αφού ο μικρός Χρήστος μπορεί να βλέπει μόνο πίσω και μάλιστα το τοπίο ανεστραμμένο. Κοίταζα χωρίς να βλέπω το λαβωμένο πλάσμα, κοίταζα και αναδύθηκε μέσα μου η Ελένη, η αδελφή του Νίκου: μετά το χειρουργείο στα μάτια για μια σπάνια επιπλοκή άλλης εγχείρησης έπρεπε να μείνει δεκαπέντε μέρες πρηνής, με το κεφάλι κάτω ακόμα και όταν καθιστή ή όρθια∙ μια ζωή σκυφτή, υποταγμένη συμπληρωνόταν ακόμα και στις απαιτήσεις της μετεγχειρητικής πορείας. Έτσι και ο μικρός Χρήστος, μόλις μπόρεσε να σταθεί λίγο όρθιος πρέπει να κυλήσει πάλι στην ανημπόρια της χημειοθεραπείας –ποιος έλλογος και δίκαιος θεός ορίζει και αποκλείει;

Ακόμα: γιατί μου έδειξε τη φωτογραφία η μάνα; Να με συγκινήσει για να προχωρήσω άμεσα την επείγουσα διαδικασία; (κάποιοι άνθρωποι έχουν εκπληκτικούς αισθητήρες και ο ευσυγκίνητος κάνει μπαμ από μακριά, όχι στο ένα μέτρο που απείχα από αυτήν). Να μου δείξει τι αγώνα έχει κάνει για κείνο το παιδί βγάζοντας και ανεμίζοντας λυτρωτικά τις ενοχές της ; (τα άλλα δύο παιδιά με άλλα γενετικά προβλήματα αλλά «υγιή» μέχρι σήμερα…). Μια κατασπάραξη του κατιόντος για να επιζήσει στην απόλυτη απόγνωση, όπως η λύκαινα που τρώει το νεκρό από πείνα βρέφος της, σε μια κορύφωση της αναπαραγωγικής παρόρμησης δια μέσου της επιβίωσης;

Ή μήπως κάτι πέρα από χώρο και χρόνο Υπαρκτού, μια Έξοδος στην επικράτεια του μη Όντος, μια Έκσταση;

Δεύτερο πιάτο: Η μάνα της εικοσάχρονης Ρούλας με οστεοσάρκωμα απροσδιόριστης έκβασης, πιθανότατα όμως ιάσιμο.

«Τι ζώδιο είσαι;» ρωτάει, έτσι για την κουβέντα τη νεαρή γιατρό… «είμαι υδροχόος»… «πολύ ωραίο ζώδιο!.. και η Ρούλα υδροχόος ήταν!» συνεχίζει η μάνα, με ακρατή νοηματικό βηματισμό∙ μπροστά στη μικρή άρρωστη καθηλωμένη στο κρεββάτι με τη χημειοθεραπεία να στάζει αργά στο αίμα της, τρίτη φορά σε ενάμιση μήνα∙ με το όμορφο κεφαλάκι γυμνό, χωρίς φρύδια, χωρίς βλεφαρίδες μια ολόγυμνη ομορφιά, μια δερμάτινη δροσιά που δε μπορεί καμμιά φαρμακευτική κακουργία μας να αναιρέσει. Η μικρή αντιδρά έντονα αλλά χαριτωμένα παρά τη νύστα από τα φάρμακα, παρά τη ναυτία και τη θολούρα∙ δεν ήμουν εκεί, μόνο υποθέσεις κάνω. Αν ήμουν και είχα ετοιμότητα, μπορεί να έλεγα: δηλαδή τι; Ήταν υδροχόος και θα γίνει ιχθύς ή κριός;!…αλλάζουν ποτέ ζώδιο οι άνθρωποι;! Εκ των υστέρων, πολλά θα μπορούσε να πει κανείς, το θέμα είναι τι απαλά ακροβατικά μπορείς τη στιγμή που πατάς με το ένα πόδι, γυμνό στην αιχμή ενός όρθιου ξίφους.

Τι θα έλεγα δεν έχει τώρα σημασία∙ η αντίληψη του τοποχρόνου για τη μάνα με τριβελίζει τώρα∙ που περιπλανιέται η μάνα;

Η μάνα, που δε φεύγει λεπτό από το πλάι του παιδιού, μήνες τώρα, πού τοποθετεί το παιδί; Εδώ ή κάπου έξω από το αισθητό; Στο τώρα, στο πριν, το μετά ή στο άχρονο; Μήπως η νόσος και η ενατένιση του τέλους αφαιρεί το άνυσμα του χρόνου; Είναι Έκσταση, η έξοδος από το υπαρκτό; Πώς αισθάνεται η μάνα τη στιγμή που το απειρόσχημο ήταν έχει φύγει πια από το έρκος των οδόντων∙ θέλει να απλώσει τα χέρια στον αέρα να το τραβήξει πίσω πριν φτάσει στα εμβρόντητα αυτιά της παιδούλας, νιώθει ανακούφιση που επιτέλους τινάχτηκε από μέσα της η προοπτική βεβαιότητα που φούσκωνε σαν εκρηκτικό αέριο ή μήπως ακόμα χειρότερα: θέλει να πλήξει τη μικρή που διαψεύδει τα μεγάλα όνειρα που έκανε γι’ αυτήν;

(εντάξει, μη με παίρνεις στα σοβαρά όταν τριποδίζω στα άκρα της λογικής ή πέρα από αυτά∙ ο κυνισμός αναδύεται ως αντίβαρο στο μεγάλο ζόρι).

Χορεύουν γύρω κι άλλα σαρκώματα τώρα και ψάχνουν θέση στο δεύτερο πιάτο: η Σίλβια, η μάνα του Ησαϊα με το Ewing∙ με τα βουρκωμένα μάτια πριν όχι πολύ καιρό, παρατηρεί το γεροδεμένο εικοσάχρονο μονάκριβο παλικαράκι στις τρελές του περιπλανήσεις, στα extreme sports με τον ώμο διαλυμένο από απανωτές εγχειρήσεις, με την πρόγνωση να μετράει ανάποδα το διάστημα μέχρι… Παρατηρεί ανήμπορη αλλά φαινομενικά δυνατή τις απεγνωσμένες απόπειρες των γιατρών∙ η «δυνατή» πλάι στον εμβρόντητο, εμφανώς αδύναμο να παλέψει πατέρα. «Σε παρακαλώ, σώσε μου τον Ησαϊα!» θα φωνάξει σε ένα SMS, ξέροντας πως δεν υπάρχει επιστροφή∙ στέλνοντας το μήνυμα στον γιατρό για να ουρλιάξει στα κουφά ή απλώς ανύπαρκτα αυτιά του Υπερτάτου –πώς να το παραδεχτείς αυτό το τελευταίο τέτοιες στιγμές; Όπως η σωτηρίως θρησκευόμενη μάνα της άλλης μικρής με την ίδια καλπάζουσα αρρώστια∙ με το κεφάλι γερμένο στο χέρι της εικοσάχρονης μοναχοκόρης που πεθαίνει σε απόλυτη απουσία αέρα, κλαίει αλλά και χαίρεται, λέει∙ ναι, «γιατί το αγγελούδι της ανεβαίνει στις τάξεις των αγγέλων, στην παντοτινή ευτυχία». Υποκλίθηκα –στιγμιαία- τότε μπροστά στην αποτελεσματικότητα της Πίστης να ανακουφίσει την οδύνη του Πέρατος.

Τα θαύματα μια μέρα κρατούν και τα μεγάλα τρεις είχα ειρωνευτεί πικρά λίγες μέρες μετά, σε εκπομπή με θέμα «τα θαύματα της Πίστης», όπου προσκλήθηκα από λάθος και η οποία παρέμβασή μου δεν μεταδόθηκε ποτέ… Η μάνα του ταλαντούχου σκιτσογράφου νεαρού με τους πνεύμονες κατακλυσμένους αρρώστια, εκεί στην εφιαλτική παλιά πτέρυγα, ρωτάει τον διευθυντή που μόλις της έχει πει ότι βρίσκεται το παιδί στο τέλος: «…δηλαδή γιατρέ, θα πάμε καλά, πότε θα πάμε στο σπίτι;»… Η μάνα του θείου Νιόνιου, προστάτη δεκαμελούς οικογένειας μέσα στην Κατοχή, όταν πεθαίνει ο πατέρας∙ πριν σαράντα χρόνια σβήνει στο Αλεξάνδρα πενήντα χρονών, σε πλήρη ακμή ∙ γύρω του όλοι με τη μάνα να οδηγεί τον θρήνο, άλαλη κουνώντας κυκλικά τα χέρια και τραβώντας τα μάγουλα, ίδιο τελετουργικό αμέτρητους αιώνες –γινόταν το αίμα του νερό! μου εξήγησαν για τη λευχαιμία του θείου γιατί ήμουν παιδί και τέτοια δεν ήταν για μένα…

Όχι! Δε θα μιλήσω για τον κάθε πατέρα που περπατάει όλον τον αδιάβατο δρόμο προς το τέλος του παιδιού του σε απόλυτη εσωτερική σύσπαση και έξω σιωπή, με το κεραυνοβολημένο βλέμμα, άλαλος στις κακές ειδήσεις. Δε θα μιλήσω για τον γιατρό που περνάει επίσκεψη παραμονές Χριστουγέννων ή Πρωτοχρονιάς και δεν ξέρει τι να ευχηθεί στους εγγύς της Εξόδου∙ Χρόνια Πολλά…Καλή Χρονιά…Ποια χρόνια πολλά, ποια καλή χρονιά μωρέ, ποιες καλές γιορτές εδώ μέσα; Κάποιες στιγμές τα εθιμικά ακούγονται ειρωνική μαχαιριά αλλά τι να βρει κάθε γιορτές να πει;…ένα φτηνό τρικ της στρατιωτικής θητείας κάπου-κάπου ξελασπώνει: άντε και του χρόνου σπίτια μας…

Σκηνές αμέτρητες, όμως …ώρα να πηγαίνω/ δεν έχω άλλο στήθος.

Πίσω στο απόψε: δε χωράει τίποτε άλλο στο μενού μου.

Μαγείρεψα λίγο μπερδεμένα και χωρίς τσελεμεντέ∙ από μνήμης.

Τελειώνω με τη σάλτσα, κοινή για τα δύο πιάτα, για πολλά τέτοια μαγειρέματα: κύματα ανωμαλίας στη ροή του χωροχρόνου που λυγίζει μπροστά στο παράλογο∙ που κάμπτεται σαν οργισμένο τόξο χωρίς δίκαιο βέλος∙ η καμπύλωση του χωροχρόνου∙ η βαρύτητα που παύει να υφίσταται κατά την Έξοδο της μάνας από το Υπαρκτό∙ της μάνας που νιώθει το παιδί της να βγαίνει από τη μήτρα ζωντανό και να πεθαίνει, χωρίς κάποια εξήγηση πειστική από Πουθενά –γήινο ή υπεργήινο Ον – του πατέρα που αφουγκράζεται σιωπηλός τον επελαύνοντα ρόγχο…κι όλες της γης οι οχιές δαγκώνουν τα σπλάχνα μου…

Λοιπόν, θα μείνω κι απόψε με τους εφιάλτες μου∙ τη σταθερή μου σχέση.

Και μη βιαστείς να με λυπηθείς πώς κακοπερνώ∙ απ’ όλους σας καλύτερα περνώ.

Και μην ξαναρωτήσεις «γιατί μόνο δάκρυα;». Τα δάκρυα γλυκαίνουν το βλέμμα, οξύνουν την όραση κι εγώ δεν έκλαιγα ούτε παιδί, τα έχω τώρα περισσότερο ανάγκη.

(*Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: