Η νιότη βρίσκει τα μονοπάτια της σε κάθε εποχή
Τότε η στέρηση δε βολευόταν με οθόνες -γιατί δεν υπήρχαν. Τότε το νερό δε χορταινόταν…
Αλ. Αρδαβάνης* |> Είχα αναθαρρήσει προχτές· στο υπαίθριο δημοτικό θεατράκι της Ηλιούπολης. Με Γκάτσο, με Ελευθερίου, με Παπαδόπουλο. Και τους ήχους της πατρίδας από την πέννα του Ξαρχάκου. Της πατρίδας της “φτωχολογιάς”, της “άπονης ζωής” του “φίλοι κι αδέλφια” αυτών που “χρόνια δε σηκώσανε κεφάλι κι ήρθε ο καιρός να ξαναχτίσουνε τη γη”…
Απόψε, γυρνώντας από μια αναχώρηση στου “Πειραιά το βρόμικο λιμάνι” πέρασα από μια στάση λεωφορείου. Ένα κορίτσι όμορφο – ή έτσι μου φάνηκε στο μισοσκόταδο… σκυμμένο σε μια οθόνη που φώτιζε το μουτράκι της. Σταμάτησα παράμερα, έσβησα τη μηχανή και τη χάζευα. Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά· η οθόνη επίμονα αναμμένη, τα μάτια καρφωμένα πάνω της, τα χείλη πότε χαμογελούσαν, πότε συσπώνταν σχηματίζοντας δαχτυλίδι. Μου φάνηκε πως μιλούσε ή έβγαζε μικρά βογγητά.
Προφανώς “συνευρισκόταν”… ίσως σε τηλε-οπτική επαφή με κάποιο αγόρι ή με κάποιο εικονικό πρόσωπο στο διαδίκτυο. Μπορεί και με τους υγρούς κρυστάλλους της οθόνης -τι σημασία έχει ποιος ο άυλος σύντροφος;
Τέλος, η εικόνα της “κορυφής” και της ακόλουθης ευδαιμονίας χαλάρωσε τους μυς του προσώπου και το κορίτσι έγειρε πίσω ανακουφισμένο· η οθόνη δεν έπαψε να την παρακολουθεί με το φως της. Έβαλα μπρος και ξεκίνησα.
Πόσοι νέοι “βολεύονται” έτσι;
Είχα αναθαρρήσει, αλλά θυμήθηκα πως το ακροατήριο εκείνο το παρήγορο βράδυ ήταν 50+. Τότε που η στέρηση δε βολευόταν με οθόνες -γιατί δεν υπήρχαν. Τότε που το νερό δε χορταινόταν γιατί ήταν λειψυδρία-διψούσες, έπινες κρυφά λιγοστό και λίγο μετά ξαναδιψούσες. Έτσι φτάσαμε ως σήμερα νευρωτικοί με το νερό αλλά ακόμα ικανοί να πίνουμε…
Είχα αναθαρρήσει. Πάγωσα αλλά κοιτάχτηκα ξανά στον καθρέφτη· τι κέρδισα με τόσες νευρώσεις; Η νιότη βρίσκει τα μονοπάτια της σε κάθε εποχή. Sic transit…
(*) Ο δρ. Αλέξανδρος Αρδαβάνης είναι ιατρός ογκολόγος διευθυντής στο αντικαρκινικό νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”.