Κρατικός προϋπολογισμός ’22: Η επανεκκίνηση που δεν… ξεκίνησε
Το 2022 θα είναι το τελευταίο έτος… άνεσης – “Προ των πυλών” είναι ο Γολγοθάς του βίαιου συμμαζέματος του κρατικού προϋπολογισμού
Δημήτρης Μάρδας* |> Όταν οι προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού είναι υπεραισιόδοξες για ένα μέγεθός του με σημαντικές πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην οικονομία, τότε ο εκτροχιασμός του μεγέθους αυτού εύλογα προκαλεί αναταράξεις. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2022 προβλέπεται αύξηση των επενδύσεων κατά 21,9%!.. Παρόμοια πρόβλεψη υπήρχε και το 2021 με αντίστοιχη αύξηση της τάξης του 23,2%. Το 2021 θα κλείσει όμως με περίπου τη μισή αύξηση από την προβλεπόμενη, με 11,7%. Έχοντας υπόψη τα δεδομένα της οικονομίας μας, πολύ δύσκολα θα επιβεβαιωθεί η ανωτέρω πρόβλεψη για το 2022, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Παρόμοιες άστοχες προβλέψεις είχαμε και κατά το παρελθόν. Ήταν το σύνηθες. Να υπενθυμίσουμε λόγου χάριν ότι το 2014 οι προβλέψεις για αύξηση των επενδύσεων ήταν 10,3% ενώ το αποτέλεσμα για την ίδια χρονιά έδωσε μια μείωση της τάξης του -2,8%. Ίδιες τάσεις και με πιο θεαματικές αρνητικές αποκλίσεις βιώσαμε καθ’ όλη την περίοδο 2009-13. Οι αποκλίσεις των ετών 2015-2019 στον εξεταζόμενο μέγεθος ήταν πολύ πιο ήπιας μορφής, πλην του 2015 όπου καταγράφηκε σημαντική απόκλιση προβλέψεων-αποτελεσμάτων.
Το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών), προβληματίζει όσο και το δημόσιο χρέος. Το 2020 έκλεισε με έλλειμμα 11,1 δισ ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 6,7% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ). Έχοντας υπόψη τα δεδομένα της προηγούμενης χρονιάς και τις εξελίξεις Ιανουαρίου-Αυγούστου 2021, εκτιμάται ότι το 2022 θα είναι ελαφρά βελτιωμένο αλλά θα εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα υψηλό, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 5% του ΑΕΠ. Και τα δυο ανωτέρω ποσοστά παραμένουν ιδιαίτερα ανησυχητικά, καθώς δεν ξεφεύγουν από την συνολική αρνητική πορεία που χαρακτήριζε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά το παρελθόν, πλην ελαχίστων περιόδων.
Στο μέγεθος αυτό αντανακλάται η τάση αποβιομηχάνισης της χώρας που εξακολουθεί να υφίσταται παρά τις όποιες δυσμενείς προβλέψεις που κρούουν εδώ και καιρό τον κώδωνα του κινδύνου. (Βλ. αναλυτικότερα, η τελική έκθεση Πισσαρίδη του Νοεμβρίου 2020 και το πρόγραμμα Penn World Tables, του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια).
Με την μεγάλη επανεκκίνηση της οικονομίας, το γνωστό great reset, όλοι περιμέναμε να συνετισθεί η πολιτική μας ηγεσία, να αλλάξει ρότα προτεραιοτήτων και να δώσει έμφαση στη βιομηχανία και τις εκεί επενδύσεις, αφού αυτή όφειλε να είναι η κυρίαρχή δύναμη μείωσης του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Δυστυχώς όμως διαπιστώνεται ότι η βιομηχανία –που αντιπροσωπεύει το 9% του ΑΕΠ ενώ στην Τουρκία το 28%- εξακολουθεί να παραμένει ο μεγάλος ασθενής και του Σχεδίου Ανάκαμψης της χώρας. (Βλ. αναλυτικότερα ΕΔΩ.
Το αρνητικό αυτό μέγεθος συμπληρώνεται και από την αλματώδη αύξηση του δημοσίου χρέους μας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του 2022, αυτό θα ανέλθει στα 355 δισ. ευρώ και ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αγγίξει το 189%. Έντονα αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με εκρηκτική άνοδο του δημοσίου χρέους και υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, είναι στοιχεία που θα επηρεάσουν δυσμενώς την οικονομική ζωή της χώρας κατά την μεταCovid περίοδο, όπου ο μηχανισμός της ενισχυμένης εποπτείας εκ μέρους της ΕΕ θα επανέλθει.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το «πακέτο των 2 μέτρων» (βλ. ειδικότερα το Άρθρο 14 του Κανονισμού της ΕΕ 472/2013 όπως και τον Κανονισμό 473/2013), ένα κράτος-μέλος θα βρίσκεται σε διαρκή ενισχυμένη εποπτεία έως ότου αποπληρώσει το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έλαβε από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη ή άλλους μηχανισμούς της ΕΕ (από το EFSF, το ΕΜΣ).
Το 2022 θα είναι μάλλον η τελευταία χρονιά μη τήρησης των συμφωνηθέντων μετά το πέρας του τελευταίου Μνημονίου. Η επαναφορά του πρωτογενούς πλεονάσματος ( δηλ. των ετησίων εσόδων μείον τις δαπάνες πλην των τόκων) της τάξης του 2,2% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα κτυπήσει την πόρτα μας το 2023. Φέτος το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησής (ήτοι, της Κεντρικής Κυβέρνησης, Τοπικής-Περιφερειακής Διοίκησης και Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης) θα παραμένει αρνητικό, -2,2 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 1,2% του ΑΕΠ ενώ πέρυσι έκλεισε με πολύ μεγαλύτερο έλλειμμα που αντιπροσώπευε το 7,3% του ΑΕΠ.
Οι τόκοι που οφείλουμε να αποπληρώσουμε κείνται περίπου στα 5,5 δισ. ευρώ το έτος κατά το 2020-22. Το συνολικό αποτέλεσμα (έλλειμμα) της Γενικής Κυβέρνησης αντιπροσωπεύει το 4,2% του ΑΕΠ, στόχος μακράν του 3% της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1993) και των αυστηρότερων προβλέψεων που έχουν τεθεί και αφορούν στο ισοσκελισμένο πλέον ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το υπό αναστολή Δημοσιονομικό Σύμφωνο της ΕΕ του 2019.
Αν στο αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπως και στο υπέρογκο δημόσιο χρέος, προστεθεί η πιθανή μη συνέχιση διευκολύνσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) –μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης– τότε ας προβληματισθούμε. Η σκιά του 2015 δεν έχει χαθεί!
Το Πρόγραμμα των Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη κάμψη στο σκέλος των δαπανών σε σχέση με το 2020 και 2021. Ανέρχεται στα 7,8 δισ. ευρώ (10,6 δισ. ευρώ το 2020, 8,3 δισ. ευρώ το 2021) και είναι όμοιο εκείνου της περιόδου 2015-2019. Η απώλεια αυτή επιδιώκεται να αντισταθμιστεί από τις πιστώσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με συνέπεια το συνολικό ποσό των πιστώσεων υπό κατανομή –όχι όλων απαραίτητα για επενδυτικά σχέδια– να ανέλθει στα 13,9 δισ. ευρώ το 2022. Το ΠΔΕ έχει ενσωματωθεί στο σύνολο των πιστώσεων υπό κατανομή, κάτι που είναι μεθοδολογικά λάθος.
Ως προς το σκέλος των εσόδων του ΠΔΕ, τα χαμηλά ποσά επιχορηγήσεων εκ μέρους της ΕΕ για το 2022 της τάξης των 3,8 δισ. ευρώ (2020: 4,6 δισ., 2021: 4,5 δισ. ευρώ) δείχνουν ότι η κυβέρνηση δεν είναι έτοιμη να απορροφήσει τα προβλεπόμενα κονδύλια από το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της ΕΕ της επταετίας 2021-2027.
Οι συνολικές μεταβιβάσεις–πληρωμές προς την Τοπική-Περιφερειακή Διοίκηση, τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, τα Νοσοκομεία κ.λπ θα παρουσιάσουν μια κάθετη μείωση ανερχόμενες σε 29,8 δισ. ευρώ το 2022 σε σχέση με το 2021 (37,9 δισ. ευρώ) και το 2020 (38,1 δισ. ευρώ). Το Υπουργείο Υγείας με τη σημαντική μείωση των δαπανών του κατά 600 εκ. ευρώ εν μέσω πανδημίας (5,2 δισ. ευρώ το 2021, 4,6 δισ. ευρώ το 2022) δείχνει ότι σηκώνει μεγάλο βάρος αυτής της τάσης.
Τη μεγαλύτερή όμως πτώση των δαπανών που ερμηνεύει την ανωτέρω μείωση, τη δέχεται το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων όπου καταγράφεται κάμψη των μεταβιβάσεων της τάξης των περίπου 3,5 δισ. ευρώ (2021: 25,1 δις ευρώ, 2022: 21,6 δισ. ευρώ). Αντίθετα το Υπουργείο Εσωτερικών (κύριος χρηματοδότης της Τοπικής-Περιφερειακής Διοίκησης) παραμένει ανέγγιχτο. Περισσότερο σημασία φαίνεται ότι δίνει η κυβέρνηση λοιπόν στους δημάρχους που κατασπαταλούν τους πόρους του Δημοσίου σκορπώντας χρήματα σε… πράσινους περιπάτους παρά στη δημόσια υγεία ή στην κοινωνική πολιτική!
Το 2022 θα είναι το τελευταίο έτος… άνεσης. Ο Γολγοθάς του βίαιου συμμαζέματος του κρατικού προϋπολογισμού είναι ante portas. Θα είναι ιδιαίτερα επώδυνος αν ο κρατικός προϋπολογισμός του 2022 εκτροχιαστεί και τεθεί εκ νέου το ζήτημα της ποσοτικής χαλάρωσης εκ μέρους της ΕΚΤ όταν εκλείψει η πανδημία, απέναντι σε ένα κρατικό ταμείο που έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του (τα 37 δισ. ευρώ που κληρονόμησε το 2019). Υπενθυμίζεται ότι το 2015 παραδόθηκε κρατικό ταμείο από την απελθούσα τότε κυβέρνηση της τάξης του 1,6 δισ. ευρώ.
(*) Ο κ. Δημ. Μάρδας, είναι καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, π. αν. υπουργός Οικονομικών