Όταν άκουγα “Έλα ρε!”, του απαντούσα: “Σωτήρη!”…
Του γράφω δυό λόγια, που ίσως η σεμνότητά του, όχι μόνον να μην τα δεχόταν, αλλά να μου έλεγε και καμμιά κουβέντα!
Π.Π. Ξανθίδης |> «Έλα ρε!»… Από το ύφος της φωνής δεν χρειάστηκε να ρωτήσω ποιος ήταν από την άλλη άκρη της γραμμής. «Σωτήρη!» είπα και αμέσως άρχισε ένας φιλικός διάλογος, απ’ αυτούς που δεν… γράφονται! Και μετά τα… τυπικά, στα «καθ’ ημάς»!
Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη και στον κυκλικό του λόγο ο Σωτήρης, που άρχιζε από το σήμερα, πήγαινε στο χθες και κατέληγε στο «τι θα απογίνουμε ρε φίλε!»… Ήταν πάντα ενημερωμένος, αντιμετώπιζε σφαιρικά τις καταστάσεις και είχε μία ρεαλιστική πολιτική σκέψη, που για κάποιους εθεωρείτο ακραία, καθώς δεν συνήθιζε να ακολουθεί κάποια “κομματική γραμμή” ή κάτι που να “χαϊδεύει” τα αυτιά.
Ήταν ένας άνθρωπος με ανησυχίες, με ευαισθησίες, με «εκρήξεις», με χιούμορ και παθιασμένο λόγο. Μα, τόσο ανθρώπινος, τόσο ατόφιος και μπεσαλής! Τόσο Πειραιώτης!
Είχε βαθειά την αίσθηση του δικαίου και της φιλίας. Με τον εφηβικό ενθουσιασμό που τον διέκρινε, χυμούσε μέσα σε όλα και αλίευε την ουσία, την εκστόμιζε χωρίς διπλωματία και δίχως υστεροβουλίες. Ήταν αληθινός και όχι αληθοφανής, πολιτικός και όχι πολιτικάντης. Κι αυτό το πλήρωσε ακριβά…
Δεν ήξερε να «δουλεύει», να τάζει και να χτυπάει πλάτες. Ένοιωθε τον ανθρώπινο πόνο, δεν έκρυβε τα συναισθήματά του και κυρίως δεν έκλεινε το στόμα του όταν έβλεπε την αδικία. Στοιχεία που σήμερα σπάνια θεωρούνται προσόντα…
«Γειά σου Παντέλο!»… Αυτή τη φράση μου έλεγε συνήθως, όταν έκλεινε το τηλέφωνο…
Τώρα, δεν μου τηλεφώνησε για να μου πει το «γειά σου Παντέλο!»… Πώς να δεχθώ τη σιωπή σου ρε Σωτήρη; Και εκείνο το… «έλα ρε!»;
Καλό σου ταξίδι φίλε μου αγαπημένε. Μπορεί να πέρασες πίκρες, να αδικήθηκες, αλλά όλα αυτά ήταν ήσσονος σημασίας, αφού πρωταγωνιστές στη ζωή σου ήταν η Ιζαμπέλλα σου και τα δυό θαυμάσια παιδιά σας.
Σωτήρη, αισθάνομαι πολύ τυχερός που σε γνώρισα και σε ευχαριστώ ΠΟΛΥ. Καλό σου ταξίδι…