Αποζημίωση απόλυσης και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
Πότε στοιχειοθετείται η καταχρηστικότητα της απόφασης του εργοδότη
Γιώργος Ι. Κουτσούκος* |> H καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο είναι απαραίτητη προϋπόθεση νομιμότητας της απόλυσής του. Σε περίπτωση που δεν του καταβληθεί, η αποζημίωση είναι άκυρη και ο ίδιος δικαιούται να τη ζητήσει. Ωστόσο, θα πρέπει να τη διεκδικήσει εντός της εξάμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2 του Ν. 3198/1955, άλλως η αξίωσή του αποσβήνεται.
Με την υπ’ αριθμ. 26034/695 Απόφαση του Υπουργείου Εργασίας, κατέστη υποχρεωτική από 01/07/2019 η καταβολή από τους εργοδότες των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και της αποζημίωσης απόλυσης αυτών, μέσω λογαριασμού πληρωμών κι όχι σε μετρητά. Ειδικότερα, ορίζεται ότι οι εργοδότες καταβάλλουν τις αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και την αποζημίωση απόλυσής τους, αποκλειστικά σε λογαριασμούς πληρωμών των δικαιούχων μισθωτών, αναφέροντας για κάθε καταβολή την αιτιολογία και το χρονικό διάστημα που αφορά. Η καταβολή των αποδοχών και της αποζημίωσης απόλυσης στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής ή παρόχων υπηρεσιών πληρωμών. Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 1 της απόφασης επιβάλλονται κυρώσεις από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 του ν. 3996/2011, όπως ισχύουν.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει αποζημίωση στον απολυόμενο υπάλληλο, ειδάλλως η απόλυση είναι άκυρη. Επομένως, σε περίπτωση μη καταβολής αποζημίωσης, ο εργαζόμενος μπορεί να αντιδράσει διαζευκτικά με δύο τρόπους. Πρώτον, μπορεί να θεωρήσει ότι η απόλυσή του ισχύει και, ως εκ τούτου, να απαιτήσει την νομίμως οφειλόμενη αποζημίωσή του. Δεύτερον, μπορεί να θεωρήσει ότι η απόλυσή του είναι άκυρη και ότι, συνεπώς, η ατομική σύμβαση εργασίας του εξακολουθεί να ισχύει. Στην τελευταία περίπτωση, εάν ο εργοδότης, καθυστερήσει να του καταβάλει το μισθό του, δικαιούται να ζητήσει μισθούς υπερημερίας.
Θα πρέπει να τονιστεί τέλος ότι το δικαίωμα του εργοδότη να προβαίνει μονομερώς και χωρίς αιτιολόγηση στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας εργαζομένου του δεν είναι ανεξέλεγκτο και απεριόριστο, αλλά υπόκειται, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Δηλαδή, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση, αν η απόλυση έγινε σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και αν αυτή αντίκειται στον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Η προφανής δε υπέρβαση των ανωτέρω ορίων έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω καταχρηστικότητας, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχτεί την εργασία του εργαζομένου του, περιέρχεται σε υπερημερία.
Χαρακτηριστική περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας εργασιακής σύμβασης συντρέχει όταν κίνητρο για τη γενόμενη απόλυση υπήρξε, όχι η ρύθμιση υπηρεσιακής ανάγκης ή η θεραπεία των αναγκών της επιχείρησης, αλλά η ικανοποίηση από τον εργοδότη αισθήματος εκδίκησης και πάθους κατά του εργαζόμενου, είτε για λόγους που πηγάζουν από την εκτέλεση της εργασίας του (π.χ. ενέργειες προς ικανοποίηση νομίμων δικαιωμάτων του, συνδικαλιστική δράση κλπ.), είτε για λόγους άσχετους μ’ αυτήν, οι οποίοι όμως, προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια του εργοδότη. Δηλαδή, καταχρηστική καταγγελία υφίσταται όταν η γενόμενη απόλυση δε δικαιολογείται από το καλώς εννοούμενο επαγγελματικό συμφέρον της επιχείρησης ή από άλλες αντισυμβατικές ενέργειες του εργαζόμενου, από τις οποίες τυχόν επηρεάζεται ο ρυθμός της εργασίας.
(*) Ο κ. Γ. Ι. Κουτσούκος είναι δικηγόρος LL.M και διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
(Τηλ./Φαξ: +30 210 7718420 – Κιν.: +30 6937 194299)