Σκέψεις του Πιτσιόρλα για την επόμενη μέρα των προγραμμάτων διάσωσης
Μέσω facebook
|> Άρθρο-τοποθέτηση ανάρτησε στο facebook ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στέργιος Πιτσιόρλας για την “επόμενη ημέρα των προγραμμάτων διάσωσης“. Αναφέρει:
Η Ελλάδα βγαίνει από το καθεστώς των προγραμμάτων διάσωσης έχοντας ταυτόχρονα επιτύχει μια συμφωνία για τη ρύθμιση του χρέους που της εξασφαλίζει μια περίοδο 15 περίπου χρόνων χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών για την εξυπηρέτησή του. Βρισκόμαστε λοιπόν στην αφετηρία μιας νέας περιόδου και είναι αναγκαία μια συνεκτική στρατηγική πρόταση που θα στηρίζεται σε πολύ ψύχραιμη στάθμιση όλων των παραμέτρων που συνθέτουν τις δυνατότητες και τους κινδύνους αυτής της νέας περιόδου.
1. Η ολοκλήρωση των προγραμμάτων διάσωσης –σε αντίθεση με άλλες χώρες- διήρκεσε οκτώ ολόκληρα χρόνια και απαίτησε εξαιρετικά υψηλού επιπέδου χρηματοδότηση από την πλευρά των εταίρων-δανειστών μας. Οι αιτίες για αυτό ανάγονται στον χαρακτήρα της κρίσης που αντιμετώπισε η Ελλάδα και στην απροθυμία του πολιτικού και διοικητικού συστήματος να υπερβεί στην πραγματικότητα τον εαυτό του και να προχωρήσει μεταρρυθμίσεις που ανατρέπουν δομές δεκαετιών με τις οποίες ήταν ταυτισμένο και εν πολλοίς αυτές οι δομές ήταν και οι όροι αναπαραγωγής του.
Η ελληνική οικονομία αντιμετώπισε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση ανταγωνιστικότητας και αυτό είναι το τελικό αποτέλεσμα ολόκληρου του μοντέλου ανάπτυξης. Ενός μοντέλου που η διαμόρφωσή του μπορεί να εξηγηθεί με όρους που ανάγονται στην εσωτερική πολιτική εξέλιξη από το 1974 και μετά, αλλά που τελικά δεν μπόρεσε, προφανώς με ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών, να αντιληφθεί τις κοσμογονικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία από την δεκαετία του ’90 και μετά και τις αναγκαίες προσαρμογές που αυτές επέβαλαν. Η αλλαγή αυτού του μοντέλου ανάπτυξης συνεπάγεται έναν ευρύτερο μετασχηματισμό του κράτους και των δομών της ελληνικής οικονομίας.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα –σε αντίθεση με τις προηγούμενες- κατάφερε να προχωρήσει ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων που κατέστησαν δυνατή την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής δεν είναι καθόλου τυχαίο. Παρά τις αδυναμίες, τις καθυστερήσεις και τις παλινωδίες, η κυβέρνηση Τσίπρα εξέφρασε και εξακολουθεί να εκφράζει έναν πολιτικό χώρο που ιστορικά βρισκόταν σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες για δεκαετίες πολιτικές δυνάμεις και τις πολιτικές τους επιλογές. Είχε λοιπόν την μικρότερη ταύτιση με όλο αυτό το σύστημα. Και τις περισσότερες προϋποθέσεις για να συγκρουστεί μαζί του.
Και ακριβώς για αυτούς τους λόγους είχε και τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από την πλευρά του ελληνικού λαού και τη στήριξή του στην υλοποίηση του προγράμματος.
2. Η έξοδος από το πρόγραμμα διάσωσης γίνεται σε έναν κόσμο πολύ αλλαγμένο σε σχέση με αυτόν που υπήρχε το 2010 οπότε και μπήκαμε στο πρώτο πρόγραμμα. Και αυτό είναι το σημείο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσει η ανάγνωσή μας, ούτως ώστε να μην διαπράξουμε ως χώρα και πάλι το ίδιο λάθος και δεν αντιληφθούμε σωστά τις προκλήσεις με τις οποίες βρισκόμαστε αντιμέτωποι.
Και πρώτα από όλα πρέπει να αντιληφθούμε σωστά σε ποια φάση βρίσκεται η Ευρώπη, ποια είναι τα διλήμματα που αντιμετωπίζει και πώς η Ελλάδα θα επηρεαστεί από αυτά. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του, ο Γιόσκα Φίσερ περιέγραψε παραστατικά το νέο τοπίο: «…Ο Τραμπ αλλάζει γρήγορα την παγκόσμια ισορροπία των δυνάμεων και αυτή η αλλαγή θα αποδυναμώσει την Αμερική και την Ευρώπη. Καθώς ο πλούτος θα μετακινείται από τη Δύση στην Ανατολή, σταδιακά η Κίνα θα μπορέσει να πάρει τη θέση της Αμερικής ως η κυρίαρχη γεωπολιτική, οικονομική και τεχνολογική παγκόσμια δύναμη. Αυτή η μετάβαση δεν θα είναι ομαλή. Για την Ευρώπη τα διακυβεύματα είναι πολλά. Οι νέες ισορροπίες των δυνάμεων θα καθορίσουν το μέλλον της Ευρώπης (..) Η ερώτηση τώρα είναι αν η ΕΕ θα ανακτήσει την κυριαρχία της και αν θα διεκδικήσει τη θέση της ως παγκόσμια δύναμη. Αυτή είναι η κρίσιμη στιγμή. Δεν θα υπάρξουν δεύτερες ευκαιρίες».
Η Ευρώπη, λοιπόν, καλείται να πάρει πολύ σημαντικές αποφάσεις και την ίδια ώρα η συνοχή της απειλείται από την ενίσχυση των εθνικιστικών, ξενοφοβικών κι ακροδεξιών αντιλήψεων στο πρόσφορο έδαφος που δημιούργησαν οι πολιτικές λιτότητας κι η πίεση του προσφυγικού προβλήματος.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα;
Κατά τη γνώμη μου, τρία είναι τα κρίσιμα σημεία για τη χάραξη μιας διορατικής στρατηγικής.
α) Η Ελλάδα δεν πρέπει να επανέλθει ποτέ ως πρόβλημα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Καμία υποτροπή σε αυτές τις συνθήκες δεν θα μείνει χωρίς μεγάλες συνέπειες. Άρα με πλήρη κι απόλυτη ιδιοκτησία θα πρέπει να συνεχίσουμε το πρόγραμμα των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων προκειμένου να εδραιώσουμε την αναπτυξιακή προοπτική, την επίτευξη των στόχων και την εμπιστοσύνη των αγορών.
β) Η Ελλάδα πρέπει να συμμαχήσει αποφασιστικά στο πλαίσιο της ΕΕ με εκείνες τις δυνάμεις που ευνοούν την ενίσχυση των ενοποιητικών διαδικασιών, την απόκρουση των εθνικιστικών αναδιπλώσεων και την εξέλιξη της ΕΕ σε ισχυρή δύναμη με αυτόνομο ρόλο στα παγκόσμια πράγματα στη βάση των αρχών του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους.
γ) Η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει το πλεονέκτημα που της δίνει η γεωγραφική της θέση για να αποτελέσει τη γέφυρα της Ευρώπης με τις οικονομίες της Ανατολής. Αυτός ο ρόλος προφανώς δεν θα της χαριστεί, ούτε και θα της αναγνωριστεί εύκολα. Όμως υπάρχει κι η πολιτική προετοιμασία και πρέπει να υπερασπιστεί έναντι των εταίρων της αυτή την προοπτική ως προοπτική που ευνοεί το ευρωπαϊκό συμφέρον συνολικά και όχι μόνο το ελληνικό.
3. Μιλώντας για το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων που θα πρέπει με αποφασιστικότητα να προωθηθούν από αύριο, νομίζω πρέπει να ξεκαθαριστούν τα εξής ζητήματα:
α) Κεντρικός στόχος των μεταρρυθμίσεων πρέπει να είναι μια εξωστρεφής κι ανταγωνιστική οικονομία, η οποία παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.
β) Η ισοπεδωτική νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι η ανταγωνιστικότητα επιτυγχάνεται μόνο με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και τη συμπίεση του μισθολογικού κόστους θα πρέπει εξ αρχής να απορριφθεί. Αυτό όμως μας υποχρεώνει στη σύνθετη αναζήτηση μιας νέας πολιτικής για την αξιοποίηση όλων των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας, όλων των πλεονεκτημάτων που της προσφέρει η γεωγραφική της θέση και όλων των δυνατοτήτων που της εξασφαλίζει το υψηλού μορφωτικού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό της. Η επίτευξη όμως υψηλών ρυθμών ανάπτυξης με την ταυτόχρονη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής προϋποθέτει βαθύ κι εκτεταμένο μετασχηματισμό σε όλα τα επίπεδα.
γ) Αυτή η ανάγκη μας παραπέμπει αμέσως στο μεγάλο πρόβλημα ριζικής αλλαγής του κράτους. Το κράτος δεν είναι –όπως αφελώς πολλοί υποστηρίζουν- ένα εργαλείο το οποίο μπορεί να το χρησιμοποιήσει η εκάστοτε πολιτική ηγεσία για να εφαρμόσει το δικό της διαφορετικό σχέδιο. Στο κράτος συμπυκνώνονται κοινωνικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί συσχετισμοί. Συσχετισμοί οι οποίοι στηρίζουν και υλοποιούν πολιτικές που εξυπηρετούν συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα κι εντάσσονται σε συγκεκριμένο σχέδιο.
Ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου η αναλυτική αναφορά στα χαρακτηριστικά και τους συσχετισμούς που συμπύκνωσαν το μετεμφυλιακό κράτος και το κράτος που διαμορφώθηκε με την πολιτική αλλαγή του 1981 και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Αυτό που σήμερα έχει σημασία είναι το γεγονός ότι η προσφυγή της χώρας το 2010 στα μνημόνια αποτελεί ένα ιστορικό όριο.
Όσα πρέπει να γίνουν στη χώρα από σήμερα και πέρα στη νέα περίοδο που μπαίνουμε δεν μπορούν να γίνουν από το κράτος της προηγούμενης περιόδου. Ούτε και μπορούν να προωθηθούν από την ίδια κοινωνική συμμαχία και στο πλαίσιο των ίδιων ιδεολογικών και πολιτικών στερεοτύπων.
Μια νέα συμμαχία των δυνάμεων της γνώσης και της δημιουργικής εργασίας σε όλες της τις εκφάνσεις θα πρέπει να δρομολογήσει τον αναγκαίο μετασχηματισμό σε όλα τα επίπεδα – αυτό πρέπει να είναι το περιεχόμενο των περίφημων μεταρρυθμίσεων- ώστε στ’ αλήθεια να δημιουργηθεί μια νέα Ελλάδα. Μια Ελλάδα στην οποία θα αποκτήσουν νέο περιεχόμενο η έννοια του εθνικού συμφέροντος, της εθνικής κυριαρχίας στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, του κοινωνικού συμφέροντος, της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού, της σχέσης κράτους-κοινωνίας.
Στην αφετηρία της νέας περιόδου λοιπόν η Ελληνική Αριστερά στο σύνολό της πρέπει να βρει τη δύναμη –υπερβαίνοντας τον εαυτό της και τις διαιρέσεις- να διαμορφώσει αυτό το στρατηγικό όραμα για την Ελλάδα του αύριο. Και βεβαίως η πρώτη ευθύνη για την ανάληψη όλων των αναγκαίων πρωτοβουλιών ανήκει στην κυβέρνηση. Ο χρόνος που απομένει μέχρι τις βουλευτικές εκλογές είναι αρκετός για να σηματοδοτηθεί η νέα πορεία.
Η αποφασιστικότητα που επέδειξε η κυβέρνηση στη διαχείριση της κρίσης και την ολοκλήρωση του προγράμματος, όπως και η τόλμη της στο να ανοίξει και να προσεγγίσει με νέα αντίληψη μεγάλα ζητήματα όπως το «Μακεδονικό» αποτελούν στοιχεία που πείθουν ότι μπορούμε να βάλουμε τις βάσεις για τη νέα πορεία της χώρας.