Καταγγέλλεται η Ελλάδα από τον σύλλογο Δανειοληπτών CHF
Ο Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ζητώντας από όλους τους παράγοντες να μην μένουν θεατές
|> Στην Ευρώπη κατέφυγε ο πανελλήνιος Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου (ΣΥΔΑΝΕΦ) καταγγέλλοντας την Ελλάδα και από εκεί περιμένει την δικαίωση των μελών του. Σε σχετικά ανακοίνωση του δ.σ. που υπογράφει ο Νίκος Κοτσιφάκης, αναφέρεται:
Ο πανελλήνιος Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου (ΣΥ.ΔΑΝ.Ε.Φ.), συνεπής στους στόχους του και στις υποσχέσεις για συνεχή νομική προσπάθεια μέχρι την οριστική νομική δικαίωση, ενημερώνει τα μέλη του και τους κοινωνικούς φορείς ότι υποβλήθηκε και εισήχθη ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταγγελία κατά της Ελλάδος, αναφορικά με την παραβίαση από την Ελληνική Δημοκρατία του άρθρου 267 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.).
Αυτονόητα δεν είναι ευχάριστη η θέση στην οποία βρισκόμαστε, να καταγγέλλουμε – δηλαδή- την Ελληνική Δημοκρατία με πιθανή ακόμη και τη συνέπεια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κινήσει επίσημη διαδικασία “επί παραβάσει” κατά της Ελλάδας, ΌΜΩΣ στα πλαίσια υπεράσπισης της λειτουργίας ενός κράτος δικαίου το θεωρούμε ως μια επιβεβλημένη κίνηση εάν όχι υποχρέωση.
Γιατί όμως το Δ.Σ. του ΣΥΔΑΝΕΦ εκπροσωπώντας τα χιλιάδες μέλη του προέβη σε αυτήν την κίνηση; Τι ακριβώς προηγήθηκε;
Mε την υπ’ αρ. 948/2021 (απόφαση συλλογικής αγωγής κατά της Eurobank) απόφασή του ο Άρειος Πάγος επέμεινε στο σκεπτικό που είχε διατυπώσει η Ολομέλεια με την προηγηθείσα απόφαση ατομικής περίπτωσης (4/2019), απορρίπτοντας τους κυριότερους ισχυρισμούς μας:
i) ότι οι δανειακές συμβάσεις δεν παρείχαν δυνατότητα διαπραγμάτευσης των όρων τους και σαφήνεια περί του τρόπου υπολογισμού της οφειλόμενης δόσης σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο, ii) ότι περιείχαν αδιαφανείς όρους που υπήρξαν εξαιρετικά επιβλαβείς για τους δανειολήπτες λόγω της ραγδαίας μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου και iii) ότι παραβιάσθηκε η υποχρέωση προσυμβατικής ενημέρωσης και η αρχή της διαφάνειας εκ του δικαίου του καταναλωτή.
Όπως προκύπτει, με την εν λόγω απόφαση το ανώτατο πολιτικό δικαστήριο της χώρας ερμήνευσε το εθνικό δίκαιο περί προστασίας του καταναλωτή (νόμος 2251/1994) κατά τρόπο αντίθετο με το συναφές, υπέρτερης ισχύος ενωσιακό δίκαιο, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί επανειλημμένως από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) αλλά και άλλα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών.
Επιπλέον όμως αυτού, απέρριψε το αίτημα ημών των δανειοληπτών – αναιρεσειόντων για την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) ως αποκλειστικά αρμόδιο δικαστικό όργανο για την ερμηνεία των ενωσιακών κανόνων. Με αυτήν την παράλειψή του ο Άρειος Πάγος παραβίασε τη θεμελιώδη υποχρέωση των ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών μελών της Ένωσης να αποστέλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δ.Ε.Ε., όταν στην ενώπιόν τους διαφορά τυγχάνουν εφαρμογής ενωσιακοί κανόνες (άρθρο 267 Σ.Λ.Ε.Ε.).
Κατά την ερμηνεία της άνω διάταξης -σημειωτέον- νομολογείται παγίως, ότι Ανώτατο Δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα (όπως στην περίπτωση του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου υπόθεση κατά Eurobank) και ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας του Κοινοτικού Δικαίου, υποχρεούται και δεν έχει απλώς διακριτική ευχέρεια, προς παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δ.Ε.Ε.
Είναι αλήθεια ότι η στάση αυτή του ανωτάτου μας δικαστηρίου στην προκείμενη υπόθεση επισφραγίζει μία εξελισσόμενη εδώ και χρόνια νομολογία αντίθετη στη νομολογία του Δ.Ε.Ε. αναφορικά με την Οδηγία 93/13/ΕΚ, φανερώνει μία πρόθεση αντιδικίας και καχυποψίας απέναντι στο ΔΕΕ, και συνιστά αρνητικό παράδειγμα για τα Πρωτοδικεία και τα Εφετεία της χώρας μας αναφορικά με την αναγκαιότητα ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, που οδηγεί στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που αυτό απονέμει στους πολίτες.
Ως συνέπεια των παραπάνω, αφενός προκλήθηκε στα μέλη του Σωματείου μας αλλά και στους λοιπούς προσφεύγοντες ουσιώδης και υπερμεγέθης ζημία από τη μη προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ενωσιακή νομοθεσία, και αφετέρου διαταράχθηκε η ενότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου κατά παράβαση του άρθρου 267 Σ.Λ.Ε.Ε.
Όπως ήδη αναφέρθηκε ως μέσο αντίδρασης, και προκειμένου να συνεχιστεί η αξιοποίηση των νομίμων μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας, το Δ.Σ. του Σωματείου μας αποφάσισε την υποβολή καταγγελίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ελλάδας λόγω της παραβίασης από τον Άρειο Πάγο των υποχρεώσεων που επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια το ενωσιακό δίκαιο, και ειδικότερα ο μηχανισμός της προδικαστικής παραπομπής. Με την κίνησή μας αυτή φιλοδοξούμε να πείσουμε την Επιτροπή να κινηθεί και να λάβει μέρος στο νομικό μας αγώνα ακολουθώντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες, ώστε να διακοπεί εν τη γενέσει της η παράνομη και παράλογη αυτή στάση των δικαστηρίων μας αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα των δανείων με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου.
Όχι σε πρακτικές τύπου «Χρηματιστηρίου ‘99»
Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου παράλληλα -όπως πάντα έπραττε- με τις δικαστικές αξιώσεις για τα χιλιάδες μέλη του, κρούει ξανά τον κώδωνα του κινδύνου ζητώντας από όλους τους πολιτικούς και θεσμικούς παράγοντες, να μην μένουν θεατές, να μην ακούν – υιοθετούν μόνο τις κερδοσκοπικές απόψεις των τραπεζικών ιδρυμάτων αλλά να αναλάβουν ουσιαστικές πρωτοβουλίες κοινωνικού διαλόγου, κανονιστικών ρυθμίσεων ή και νομοθετικές πρωτοβουλίες, για να διασφαλιστεί ότι οι Έλληνες πολίτες, υφιστάμενοι και μέλλοντες, δεν θα πέσουν θύματα αντίστοιχων πρακτικών τύπου «Χρηματιστηρίου ‘99».
Τονίζουμε πως δεν ζητούμε τίποτα παραπάνω από μια κοινωνική και δίκαιη λύση για τους χιλιάδες Έλληνες δανειολήπτες που έχουν γίνει βορά στα ξένα Funds και τα κερδοσκοπικά χρηματιστηριακά παιχνίδια. Είναι αδιανόητο ακόμη και για τους συνεπείς δανειολήπτες αυτής της παραμελημένης κατηγορίας συμπολιτών δανειοληπτών να αποπληρώνουν επί έτη κανονικά και να διαπιστώνουν πως το υπολειπόμενο κεφάλαιο του δανείου αυξάνεται αντί να μειώνεται.
Έτσι λοιπόν, ενώ η Ελλάδα, απέχει από την Ελβετία 2.153 χιλιόμετρα και ως Ελλάδα δεν υπήρξαμε ποτέ γείτονες χώρες. Κι όμως η συντριπτική πλειοψηφία των 280.000 εμμέσως η άμεσων εμπλεκομένων Ελλήνων δανειοληπτών με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου ενώ οι ίδιοι ποτέ δεν εισέπραξαν ελβετικά φράγκα, ποτέ δεν είδαν ελβετικά φράγκα στους λογαριασμούς τους και ποτέ δεν απέκτησαν σπίτι με ελβετικά φράγκα αλλά με ευρώ, πολλώ δε μάλλον ουδείς εξ αυτών δεν εργάζονταν στην Ελβετία, μένοντας ταυτόχρονα στην Ελλάδα, ώστε τα υποτιθέμενα εισοδήματά τους σε Ελβετικά Φράγκα να αποτελούν φυσική αντιστάθμιση κάθε συναλλαγματικού κινδύνου τους. Και όμως εγκρίθηκαν δάνεια τελικά από τις ελληνικές τράπεζες ακόμη και αν υπήρξε -μεταξύ άλλων- κατά την περίοδο εκείνη ισχυρή οδηγία μέσω πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (2501 πΔτΕ) σχετικά με τη διαφάνεια των τραπεζικών συναλλαγών.
Συνεχίζεται η δικαίωση… μόνο όμως στα Ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Καταπέλτης οι πρόσφατες αποφάσεις του Δ.Ε.Ε. (C-776/19 έως C-782/19) που πρόεκυψαν μετά από προδικαστικά ερωτήματα που έθεσαν το ανώτατο ΓΑΛΛΙΚΟ δικαστήρια, δικαιώνοντας τους δανειολήπτες με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου.
Λογιστικές εγγραφές τα δάνεια…
Εξ ού και κανένας δανειολήπτης στην Ελλάδα ουδέποτε (βλ. ανωτέρω υποθέσεις ΔΕΕ C-776/19 έως C-782/19) α) δεν διαπίστωσε σε μη λογιστική μορφή το δάνειό του σε ελβετικά φράγκα β) δεν μετέφερε σε λογαριασμό τρίτου προσώπου ελβετικά φράγκα γ) δεν συναλλάχθηκε με βάση ή αφορμή τα δάνεια αυτά σε ελβετικά φράγκα δ) δεν εκταμίευσε σε ρευστό τμήμα του δανείου λαμβάνοντας ελβετικά φράγκα ε) δεν εξόφλησε το δάνειό του ΠΟΤΕ με ελβετικά φράγκα. Επρόκειτο δηλαδή για δανεισμό με τη μορφή λογιστικού χρήματος και ουδέποτε δόθηκε σε αυτόν δάνεισμα σε ελβετικό φράγκο. Στους δανειολήπτες η τράπεζα δεν μεταβίβασε ελβετικά φράγκα αλλά χρηματικά ποσά σε ευρώ εξαρτώντας την αποπληρωμή τους από την διακύμανση του συναλλάγματος. Ο δανειολήπτης ενημερώθηκε αποκλειστικώς και μόνο για μεταβίβαση των ευρώ στον λογαριασμό του. Ευρώ απέκτησε και ευρώ μπορούσε μόνο να μεταβιβάσει σε άλλο πρόσωπο. ΟΥΔΕΠΟΤΕ ελβετικά φράγκα.