Βασίλης Παπαδόπουλος: Η γλώσσα ως όχημα πολιτισμού
Μία έκδοση του “Περίπλου” για τον ελληνικό θησαυρό που πάνω από 40 αιώνες ακτινοβολεί!
|> “Η γλώσσα ως όχημα πολιτισμού“, είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Παπαδόπουλου* όπου τονίζεται ότι η ελληνική γλώσσα είναι ίσως ο μεγαλύτερος θησαυρός που κληρονομήσαμε και όπου γίνεται προσπάθεια να δούμε συνοπτικά, αλλά σφαιρικά, την ακτινοβολία της σε ξένους πολιτισμούς και να ανιχνευτεί ο τρόπος και οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μια γλώσσα μεταλαμπαδεύει τον πολιτισμό που τη γέννησε.
Παράλληλα στο βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Περίπλους” του Διονύση Βίτσου, βλέπουμε να ξετυλίγεται διαχρονικά η αξιοθαύμαστη διάρκεια και συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, η επιβίωσή της μέσα από αντιξοότητες, κατακτήσεις και αποικισμούς, παρ’ όλες τις αναπόφευκτες μεταβολές που υπέστη όπως κάθε τι το ζωντανό, δια μέσου των αιώνων.
Σημειώνεται: Η προσέγγιση ενός πολιτισμού γίνεται κυρίως μέσω της γλώσσας. Μέσω αυτής εξοικειώνεται με τις γνώσεις, την τέχνη και τα επιτεύγματα του ξένου πολιτισμού. Πώς όμως η γλώσσα επιδρά στη διάδοση και επιβίωση του πολιτισμού που εκφράζει και πώς ο πολιτισμός στη διάδοση και επιβίωση της γλώσσας;
Βλέπουμε το παράδειγμα της ελληνικής γλώσσας που ομιλείται στην Ελλάδα χωρίς διακοπή για περισσότερο από 40 αιώνες, με αξιοθαύμαστη συνέχεια, παρά τις μεταβολές που είναι φυσικό να υφίσταται σαν ζωντανός οργανισμός.
Ανήκει σ’ ένα έθνος που κατ’ επανάληψη ήρθε σε επαφή με δεκάδες άλλους πολιτισμούς, διασκορπίστηκε με πολλούς αποικισμούς και κατακτήσεις στα όρια της οικουμένης, μετέδωσε πολιτισμό, κατακτήθηκε από ξένους πολιτισμούς και επέζησε, ενώ ήταν πάντα ανοικτό στις εξωτερικές επιρροές.
Μια συνοπτική ιστορία της ακτινοβολίας του ελληνικού πολιτισμού στην οικουμένη, μέσω της γλώσσας και παράλληλα μια σύντομη εξιστόρηση της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, μέχρι σήμερα.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«…Όταν όμως μια γλώσσα γίνεται lingua franca σε τόσους λαούς και σε τέτοιαν έκταση, είναι φυσικό να αρχίσουν οι ραγδαίες αλλαγές της. Ένα αντίστοιχο φαινόμενο παρατηρούμε σήμερα στην αγγλική γλώσσα που είναι η «κοινή» σε όλο τον πλανήτη. Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι της εποχής των Πτολεμαίων, η αίγλη της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου, συνετέλεσαν σε μια τάση αντίδρασης και επιστροφής προς το παρελθόν της κοινής γλώσσας, δηλαδή προς την επάνοδο στην αττική διάλεκτο. Ήταν ένα κίνημα αττικισμού, που θα ξεκινήσει την πρώτη απόκλιση της λόγιας από την ομιλούμενη γλώσσα. Όσοι διέθεταν υψηλή μόρφωση και παιδεία, μέλη σχεδόν πάντα των ανώτερων και πιο εύπορων τάξεων, αισθάνονταν την ανάγκη να μελετήσουν Όμηρο και τους μεγάλους αρχαίους κλασσικούς συγγραφείς. Οι διανοούμενοι μάλιστα, λογοτέχνες, ιστορικοί, κλπ έδειχναν την τάση να μιμηθούν και γραπτά την αττική γλώσσα, με περισσότερο ή λιγότερο πειστικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι οι φυσικές αλλαγές που υφίστατο η γλώσσα παρεισέφρησαν σε πολλά κείμενα. Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι ο αττικισμός, στις διάφορες μορφές και εκφάνσεις του, δημιούργησε ένα σημείο αναφοράς, μια τυποποίηση, θα λέγαμε σήμερα και με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε το κύρος και το γόητρο της ελληνικής γλώσσας μέχρι και την ύστερη βυζαντινή εποχή. Αυτό το κύρος υπήρξε σε μεγάλο βαθμό ο λόγος για τον οποίο η ελληνική γλώσσα ήταν τόσο ελκυστική σε ελληνιστικά βασίλεια, Ρωμαίους συγκλητικούς, πατέρες της εκκλησίας ή βυζαντινούς λόγιους, περισσότερο και από πολιτικούς λόγους. Αντίθετα η ελληνιστική κοινή «βρίσκεται ανάμεσα σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη ισορροπία μεταξύ σταθεροποίησης και βαθμιαίας εξέλιξης». Η δημιουργία της τάσης επιστροφής στους κλασσικούς, δημιούργησε πάντως μια αγκύλωση και μια στατικότητα στην επίσημη γλώσσα, απομονώνοντάς την από την φυσιολογική εξέλιξή της και από τις αλλαγές που σιγά – σιγά επικρατούσαν στην καθομιλουμένη και ταλαιπώρησε ακόμα και το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Συμπεραίνουμε όμως ότι βασικό στοιχείο, ίσως και το βασικότερο, στην λειτουργία της γλώσσας ως όχημα πολιτισμού είναι τα πολιτιστικά επιτεύγματα που γράφτηκαν στη γλώσσα αυτή και το γόητρο που της δίνουν…».
(*) Ο Βασίλης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Αποφοίτησε από τη Νομική Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο στη Γαλλία. Το 1985 διορίστηκε ως Ακόλουθος Πρεσβείας στο διπλωματικό κλάδο του Υπουργείου Εξωτερικών. Έχει υπηρετήσει, εκτός από την Κεντρική Υπηρεσία, στον Άγιο Φραγκίσκο, στο Κίεβο, στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στα Ηνωμένα Έθνη, στη Μπανγκόκ, και ως Πρέσβης στο Κίεβο και το Βουκουρέστι. Έχει διδάξει επί σειρά ετών στη διπλωματική ακαδημία του Υπουργείου Εξωτερικών θέματα πρακτικής διπλωματίας και πολιτισμού. Είναι συγγραφέας διηγημάτων με τίτλο «Στην Άπω Ανατολή», μιας νουβέλας υπό μορφή διηγημάτων με τίτλο «Όλυα. Δυό χειμώνες και μία άνοιξη», που έχει μεταφραστεί σε τρεις γλώσσες, ενός δοκιμίου με τίτλο «Γιώργος Σεφέρης. Ανάμεσα στη διπλωματία και την ποίηση» μεταφρασμένο στα ρουμανικά, ενώ έχει δώσει σειρά διαλέξεων σε Πανεπιστήμια και Διπλωματικές Ακαδημίες διαφόρων χωρών τόσο για θέματα εξωτερικής πολιτικής, όσο και για θέματα πολιτισμού και γλώσσας.
> Η φωτογραφία είναι πίνακας του Δημήτρη Ταλαγάνη για τη Γλώσσα μας