Η οντολογία της ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821
Κολοκοτρώνης: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην»
Θεοφάνης Μαλκίδης* |> Ο πρωταγωνιστής της Επανάστασης του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, υπαγορεύοντας τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη και περιγράφοντας την άλωση της Τρίπολης και την απαρχή του έπους Ελευθερίας, συμπυκνώνει μέσα σε λίγες λέξεις τη δουλεία και τα δεινά των σκλάβων Ελλήνων, αλλά και το φως που διέλυσε το σκοτάδι της Οθωμανικής – Τουρκικής σκλαβιάς: «Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: “Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί”, διέταξα και το έκοψαν».
Διακόσια χρόνια μετά την εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση έχει γίνει κατανοητό, πλην θλιβερών εξαιρέσεων οι οποίες δυστυχώς ασχημονούν ακόμη και μέσω των σχολικών βιβλίων, ότι ο ένοπλος Αγώνας του Ελληνικού λαού αποτελεί το πρωταγωνιστικό γεγονός. Διαφοροποιημένο ξεκάθαρα από άλλα επαναστατικά γεγονότα, κινήματα και εξεγέρσεις, αποτέλεσμα κάθε λογής διαφωτισμών και ιδεολογιών, «θεωρίες» τις οποίες με πιεστικό τρόπο διαπράττοντας ταυτοχρόνως Ύβρη προσπαθούν να επιβάλλουν ποικιλοτρόπως στην ελληνική κοινωνία, ιδεοληπτικά σχήματα και πρωτοβουλίες.
Τις απαντήσεις σε αυτά τα προπαγανδιστικά και μονότονα επαναλαμβανόμενα εθνομηδενιστικά «επιχειρήματα», τις είχε προβλέψει και δώσει ο Κολοκοτρώνης, μιλώντας για την Ελληνική ετερότητα, την Ελληνική ιδιοπροσωπεία: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμιάν απ’ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην».
Η Επανάσταση λοιπόν παρ’ όλες τις προσπάθειες αποδόμησης, οι οποίες όλως τυχαίως κορυφώνονται όσο η Ελευθερία του Ελληνισμού βάλλεται από παλιούς και νέους καθώς και επίδοξους κατακτητές, καταλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο, την κυρίαρχη θέση στην πορεία του Ελληνικού λαού, αλλά και όχι μόνο.
Η Επανάσταση πέραν του ευνόητου εθνικού χαρακτήρα αποτέλεσε απελευθερωτικό μήνυμα, πρότυπο και παράδειγμα και για άλλα καταπιεσμένα έθνη, τα οποία συμπαραστάθηκαν στις Ελληνίδες και τους Έλληνες, αλλά και εμπνεύστηκαν από τον αγώνα τους. «Λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως» έγραφε ο πρόεδρος της Αϊτής Ζαν–Πιερ Μπουαγέ Μπόγερ.
Ήταν οι πρώην δούλοι που αναγνώρισαν το 1822, πρώτοι από όλους, τους πρώην ραγιάδες και έστειλαν σαράντα πέντε τόνους καφέ για να πουληθούν και να αγοραστούν όπλα, καθώς και εκατό εθελοντές για να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες…
Η απόφαση δηλαδή να σπάσουν τις αλυσίδες του καταπιεστή και κατακτητή, να αντισταθούν στην πείνα και τις σφαγές, στο παιδομάζωμα και την εκμετάλλευση, να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες αναστολές και τις φοβίες, την πίκρα και το άδικο, την προδοσία, τις κατασκευασμένες κατηγορίες και τις καταδικαστικές αποφάσεις, την αγνωμοσύνη, τις διώξεις, ακόμη και την απειλή θανάτου ή ακόμη και τον ίδιο το θάνατο, είναι συγκλονιστική.
Αμέτρητα είναι τα περιστατικά ανδρείας, θάρρους, αποφασιστικότητας των Ελληνίδων και των Ελλήνων που ωθήθηκαν από τις πανανθρώπινες αξίες και αρχές, την ελληνική κληρονομιά, ιστορία και παράδοση, την πίστη, για να κατορθώσουν το «ποθούμενο», να αποκτήσουν το αυτεξούσιο, την Ελευθερία.
Η Επανάσταση αποτελεί το πρωταγωνιστικό γεγονός της ιστορικής πορείας του Έθνους, του Ελληνισμού, της Ρωμιοσύνης, του Γένους, του δρόμου που ήταν γεμάτος με αγκάθια, εμπόδια και δυσκολίες, αλλά υπήρξε η μοναδική επιλογή για το αυτεξούσιο
Είναι η Επανάσταση, η ενσάρκωση του αντιστασιακού προσώπου του ελληνικού έθνους, του «ποθούμενου» που ανέφερε στα κηρύγματά του ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, της αρετής και της τόλμης που θέλει η «Ελευθερία» του Κάλβου.
Είναι οι «αγράμματοι» αλλά αποφασισμένοι Έλληνες και οι υπερπολύτεκνες Ελληνίδες των βουνών και των θαλασσών, που συμπύκνωσαν τη λαϊκή, συλλογική απαίτηση για τιμωρία των εκμεταλλευτών τους και των προδοτών και έπραξαν το χρέος τους για την απελευθέρωση από τον αφέντη, τον δερβέναγα, τον αγά, μπέη και τον πασά που καταπίεζε και ανασκολόπιζε τους ραγιάδες, έκλεβε και κατέστρεφε το βιος, άρπαζε τα παιδιά και βίαζε τις γυναίκες.
Έτσι ακούστηκε όπου υπήρχε Ελληνισμός το συγκλονιστικό «Ελευθερία ή Θάνατος», ενώθηκε το «συναμφότερον» του Ομήρου, του Μεγαλέξανδρου και του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και χώρεσε τους πάντες: τον Ελληνικό, Ρωμαίικο και Γραικικό κόσμο των στρατιωτικών, των λογίων, των εμπόρων, των δασκάλων και των μοναχών, των καπεταναίων και των δημογερόντων, των αγροτών και των κτηνοτρόφων, των κλεφτών και των αρματολών, των φτωχών και των πλουσίων, των γυναικών και των ανδρών.
Ελληνίδες και Έλληνες από κάθε άκρη της Γης, που επέλεξαν την αντίσταση βάζοντάς τα με την ανίκητη Οθωμανική αυτοκρατορία, την Ιερά Συμμαχία και με τους προσκυνημένους, τους Νενέκους και τους Πηλιογούσηδες, έχοντας στον νου και στην καρδιά τους τα λόγια του Κολοκοτρώνη: «μία φορὰ ἐβαπτισθήκαμεν μὲ τὸ λάδι, βαπτιζόμεθα καὶ μίαν μὲ τὸ αἷμα καὶ ἄλλη μίαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος μας».
H επέτειος της Επανάστασης παραδίδεται ως κιβωτός έμπνευσης σε σκοτεινούς καιρούς και κληρονομιά αντίστασης στον ίδιο ατιμώρητο κατακτητή και εισβολέα καθώς και τον εντόπιο μισελληνικό, ανθελληνικό, εθνομηδενιστικό συνεργάτη του, που (θέλουν να) επιβάλλουν ξανά τον ολοκληρωτισμό και κάθε είδους σκλαβιά στον Ελληνισμό.
Όπως γράφει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μετά την προδοσία στο Δραγατσάνι τον Ιούνιο του 1821: «Τρέξετε εἰς τοὺς Τούρκους, τοὺς μόνους ἀξίους φίλους τῶν φρονημάτων σας. Ἐξέλθετε ἀπὸ τὰ δάση, καταβῆτε ἀπὸ τὰ βουνά, τὰ ἄσυλα τῆς ἀνανδρίας σας. Τρέξατε εἰς τοὺς Τούρκους καὶ καταφιλήσατε τὰς χεῖρας των, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἀκόμη στάζει τὸ ἱερὸν αἷμα τῶν κατασφαγέντων ἀπανθρώπως κορυφαίων τῆς θρησκείας Πατριαρχῶν, ἀρχιερέων καὶ μυρίων ἄλλων ἀθώων ἀδελφῶν σας. Ναί! Τρέξετε, ἀγοράσετε τὴν σκλαβίαν σας μὲ τὴν ζωὴν σας καὶ μὲ τὴν τιμὴν τῶν γυναικῶν καὶ παιδίων σας».
Και όπως συμπλήρωσε ο αδελφός του Δημήτριος Υψηλάντης την περίοδο που οι πολιτικοί έθεσαν την Επανάσταση υπό τη κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων «ο λαός, κύριοι, του οποίου παρρησιάζετε το πρόσωπον, δεν σας έδωκε πληρεξουσιότητα να καταργήσετε την εθνικήν και πολιτικήν ανεξαρτησίαν του, αλλά να την στερεώσετε, να την διαιωνίσετε. Η ιστορία θέλει κρίνει μίαν ημέραν αδεκάστως αυτήν την πράξιν σας».
Είναι η Επανάσταση του 1821, η απάντηση των φτωχών, γυμνών, ρακένδυτων Ελληνίδων και Ελλήνων για την υπεράσπιση του τόπου τους, αυτόν που περιέγραψε ο Σεφέρης ως το «πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου». Την επιστολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην πρόταση του Ιμπραήμ για να προσκυνήσει: «Μόνον ἕνας Ἕλληνας νὰ μείνει, πάντα θὰ πολεμοῦμε καὶ μὴν ἐλπίζεις πὼς τὴν γῆν μας θὰ τὴν κάμεις δική σου, βγάλτο ἀπὸ τὸ νοῦ σου».
Διακόσια χρόνια μετά η (ανολοκλήρωτη) Επανάσταση του 1821, η Εθνεγερσία του «Ελευθερία ή Θάνατος» συνεχίζεται!
(*) Ο κ. Θ. Μαλκίδης είναι δρ Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών