Ο Θεόφιλος άκουγε Μπαχ και προ-κλασική μουσική…
Κάτι σαν ψυχογράφημα του Σεχίδη – του γνωστού ως “κανίβαλος της Θάσου”…
|> Στις 4 Νοεμβρίου του 2012, η “Δημοκρατία” είχε φιλοξενήσει ένα ρεπορτάζ μου για τον Θεόφιλο Σεχίδη. Εκεί, μέσα σε δυο χιλιάδες και κάτι παραπάνω λέξεις, προσπαθούσα να παρουσιάσω ένα φαινόμενο της εγκληματολογίας, αλλά και να καταλογίσω τις ευθύνες της Πολιτείας, που άφηνε ένα τέτοιο “εύρημα” να σαπίζει στην φυλακή….
“O Θεόφιλος Σεχίδης, που νοσηλεύεται σήμερα στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού (είναι φυλακισμένος, δηλαδή), χωρίς πλέον κανείς συγγενής ή γνωστός να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν, είναι ένα από τα πλέον τρανταχτά παραδείγματα της έλλειψης Προληπτικής Ψυχικής Υγιεινής αλλά και της αντιμετώπισης των ψυχικώς πασχόντων ατόμων στη χώρα μας.
Σε μια άλλη χώρα, ίσως ο Θεόφιλος αποτελούσε συνομιλητή καθηγητών και φοιτητών της Ψυχιατρικής. Ίσως, σαν άλλος “Χάνιμπαλ Λέκτερ” βρισκόταν κρατούμενος σε έναν χώρο με ανέσεις, με βιβλία, με μουσική, για να μπορεί να αποδώσει στη «συνεργασία» του με τους επιστήμονες. Γιατί το φαινόμενο Σεχίδης, που έχει απασχολήσει την Ψυχιατρική σε διεθνές επίπεδο, δεν είναι εύκολο να το συναντήσεις.
Όσο και αν η μεταχείριση την οποία απολαμβάνει στο Ψυχιατρείο Φυλακών είναι (πράγματι) η καλύτερη δυνατή, θα ήταν πολύ πιο σωστό αν η χώρα είχε ξεπεράσει ορισμένα ταμπού και είχε δώσει την προσοχή που χρειάζεται στα φαινόμενα ανθρώπων τύπου Σεχίδη, φροντίζοντας να υπάρχει ειδικός χώρος (ενδεχομένως ένα διαφορετικά οργανωμένο “Δρομοκαΐτειο” ή το εξαίρετο ιταλικό κτίριο της Λέρου, που σήμερα είναι ένα παρατημένο “κολαστήριο” κράτησης, αγωγής και παρακολούθησής τους“, έγραφα τότε…
Πριν λίγες μέρες, ο Σεχίδης πέθανε (“έσκασε”) στη φυλακή, στα 46 του χρόνια. Καπνίζοντας μανιωδώς, παχαίνοντας συνεχώς και ακούγοντας την αγαπημένη του προ-κλασική μουσική…
Ο άνθρωπος-χρονόμετρο…
Κάπνιζα ένα τσιγάρο και είδα στην αυλή έναν τύπο, με γενειάδα και μορφή ασκητική, να μου χτυπάει το τζάμι του παραθύρου. “Σου χτυπάει ο Σεχίδης“, μου λέει ο υπάλληλος του Ψυχιατρικού Καταστήματος…
Ο Σεχίδης! Τον Μάϊο του 1996 σκότωσε τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, τη 48χρονη μητέρα του Μαρία, την 27χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη Καλαμάρα και τον 58χρονο θείο του, αδελφό του πατέρα του, Βασίλη Σεχίδη. Ήταν τότε 24 χρόνων και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής!
Σε δευτερόλεπτα, το φιλμ εκείνης της φοβερής υπόθεσης ξετυλίχτηκε στο μυαλό μου.
“Πες του να σου ξαναχτυπήσει σε δέκα λεπτά“, μου λέει ο υπάλληλος. Ανοίγω το παράθυρο και του το λέω. “Τώρα κράτα χρόνο“, λέει ο υπάλληλος χαμογελώντας. Κοιτάζω το ρολόι μου. Με το που περνούν ακριβώς δέκα λεπτά, χτυπάει! “Τσιγάρο!” μου λέει…
- “Αφού δεν φοράει ρολόι!“, απορώ.
- “Μετράει το χρόνο με ακρίβεια!“, απαντά ο υπάλληλος…
Ανοίγω το παράθυρο κι αρχίζει να δουλεύει ο δημοσιογράφος…
- “Μα, εσύ, παιδί μου, δεν κάπνιζες στο νησί!“. Του πετάω μια φάκα και πιάνεται αμέσως!
- “Κι εσείς πού το ξέρετε, γιατρέ;”… Σου λέει “αφού είναι εκεί, στο γραφείο και δεν τον έχω ξαναδεί, γιατρός θα είναι!”…
Κι εκεί, κερδίζω την συμπάθειά του. Του προσφέρω όλο το πακέτο και το ρεπορτάζ ξετυλίγεται πια άνετα…
- Γιατί τους σκότωσες; Πώς σου ήρθε ρε Θεόφιλε; Τί στο καλό έγινε;
- Δεν σκότωσα κανέναν! Τους λύτρωσα!
Του ζητάω να μου δώσει τα ακουστικά του. Έχει ζωσμένο ένα “γουόκμαν” κι ακούει… “Μην τ’ ακουμπήσεις στ’ αυτιά σου, σέρνονται αρρώστιες ένα σωρό!“, μου λέει και ανοίγει την ένταση για να ακούσω εξ αποστάσεως. Μπαχ! Βραδεμβούργειο κοντσέρτο!
Ο Θεόφιλος ακούει μουσική και διαβάζει! Διαβάζει ό,τι βρει, δανείζεται από την βιβλιοθήκη της φυλακής, τα έχει διαβάσει όλα, τα ξαναδιαβάζει!
“Ρε συ, είναι να τρελαίνεσαι! Τον δίκασαν και τον καταδίκασαν ως έχοντα σώας τα φρένας!“, λέει ο Αντώνης Αραβαντινός, που έχει “υιοθετήσει” τον Θεόφιλο… Κι ο Θεόφιλος ακούει μουσική, καπνίζει, διαβάζει και τρώει, σιωπηλός, χαμένος στον κόσμο του, μοναχικός, φιγούρα βγαλμένη από το τραγούδι του συμπατριώτη του Άκη Πάνου “Στο θολωμένο μου μυαλό“…
Στη Θάσο, προτιμούσε να μένει μόνος του, φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, δεν μιλούσε σε πολλούς ανθρώπους, έγραφε ποιήματα και ζωγράφιζε.
Στην Κομοτηνή, όπου σπούδασε νομικά, “συνήθιζε να περπατά σαν κάποιος να τον κυνηγούσε, σαν κάτι να τον απασχολούσε. Τον ακούγαμε να μιλά μόνος του στο διαμέρισμά του και άλλοτε να κλαίει και να φωνάζει“, όπως είπαν οι γείτονες…
Όταν τον συνέλαβαν, μίλησε για όλα. Για την σχιζοφρενή αδελφή Έμυ, για τον πατέρα και τη μάνα, εκπαιδευτικούς, που δεν ήθελαν να πουν ότι έχουν παιδί άρρωστο και το πρόβλημα “πότισε το σπίτι” , για την κοινωνική απομόνωση… Για τον θείο που ήρθε από τη Γερμανία “με στόχο να με κλείσουνε μέσα“…
- “Εγώ ξαφνιάστηκα. Είχα να δω τον θείο μου έναν, ενάμιση χρόνο. Μου είπαν πως μόλις φτάσουν στη Θάσο, την ίδια κιόλας ημέρα να τους πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε. Μου είπαν, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, πως έπρεπε να πάω αμέσως στη Θάσο για να μιλήσουμε.
Ετσι, την επόμενη, 18 Μαΐου, πήγα στη Θάσο, στον Λιμένα. Όταν ξημέρωσε, κάποια στιγμή ο θείος μου λέει ότι θέλει να πάμε μια βόλτα πάνω στο αρχαίο θέατρο. Η συζήτηση εξελίχθηκε σε λογομαχία και στη συνέχεια, σε συμπλοκή. Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος δέκα μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι. Κατόπιν, επέστρεψα στο σπίτι.
Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε ο πατέρας. Είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα κι έπεσε νεκρός. Μετά, του έκοψα την καρωτίδα. Η μητέρα κρατούσε και αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι και της έκοψα τον λαιμό. Με το ίδιο ο απέκτεινα στη συνέχεια την αδελφή μου. Πέρασα τη νύχτα στο σπίτι. Αφαίρεσα προσεκτικά ορισμένα μέρη από τον εγκέφαλο των πτωμάτων και τα τοποθέτησε στο ψυγείο για μεταγενέστερη μελέτη. Το πρωί, ήρθε η γιαγιά και άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ; Την λύτρωσα!“…
Ήταν η κατάθεσή του στην Αστυνομία. Κι ύστερα έγινε “ο Κανίβαλος της Θάσου”, “Ο στυγερός δολοφόνος”, “Ο μεγαλύτερος εγκληματίας” και όλα τα άλλα…. Μέχρι και ότι “έφαγε κομμάτια από τα θύματα” είχαμε γράψει!
Δικάστηκε στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας, με αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπεράσπισης, δεδομένου ότι δεν θέλησε να διορίσει ο ίδιος συνήγορο. Το δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο ομόφωνα ένοχο για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της περιύβρισης νεκρού, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και οπλοκατοχής και του επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη. Ο Θεόφιλος, με το βλέμμα απλανές, άσκησε έφεση, την οποία ένα έτος αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1998, απέσυρε, επειδή την είχε ασκήσει, όπως ανέφερε, έπειτα από πίεση του δικηγόρου του!
Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης, τον πρώτο καιρό μετά τη διάπραξη των ανθρωποκτονιών, είχε τοποθετηθεί ως εξής:
“Αυτή η πρόσφατη “πατρο-μητρο-αδελφο-συγγενο-κτονία” συγκεντρώνει και συγκεφαλαιώνει όλα τα στοιχεία μιας ανθρωποθυσίας, με στόχο την εξαφάνιση του “οίκου” και του “γένους” ταυτόχρονα. Ολική κάθαρση.
Ο δράστης -πέραν των όποιων χαρακτηριστικών απόκλισης εκ του “φυσιολογικού”- αποφάσισε να “μείνει μόνος” (γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο τελευταίος επιζών είναι πάντοτε και ο πρώτος ύποπτος).
Στην περίπτωση αυτή, σίγουρα συναντάμε ψυχοπάθεια. Η κοινωνιο-πάθεια, όμως, μιας κλειστής οικογένειας (που ούτε καν τον ψυχοπαθή δεν διακρίνει) πότε θα μας απασχολήσει;“…
- “Καλά, δεν έχει έναν συγγενή;“, ρώτησα τον Αραβαντινό.
- “Είχε πολλούς, μέχρι που τέλειωσαν τα “κληρονομικά”. Μετά εξαφανίστηκαν“…