Τα αποτελέσματα της Ετήσιας Έκθεσης του Ελληνικού Εμπορίου 2022, της ΕΣΕΕ
Ο κλάδος του εμπορίου έχει κύκλο εργασιών πάνω από 167 δισ. και δραστηριοποιούνται άνω των 222.000 επιχειρήσεων
|> Παρουσιάστηκε χθες 4/3, από την Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) η Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2022, η οποία αναδεικνύει το σημαντικό ρόλο του κλάδου στην ελληνική οικονομία, αποτυπώνοντας παράλληλα τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού στη βιωσιμότητα και τις προοπτικές των εμπορικών επιχειρήσεων.
Η Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου για το 2022 επιβεβαιώνει ότι ο κλάδος του εμπορίου με κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 167 δισ. ευρώ, και στον οποίο δραστηριοποιούνται περισσότερες από 222.000 επιχειρήσεις, αποτελεί και τον μεγαλύτερο εργοδότη της ελληνικής οικονομίας απασχολώντας 725.000 άτομα . Μάλιστα, η απασχόληση για το 2022 καταγράφει αύξηση κατά 3,5%, σε σχέση με το 2021 η οποία αποδίδεται κυρίως στην αύξηση των μισθωτών (11,1%) με τις υπόλοιπες κατηγορίες να σημειώνουν υποχώρηση: «Εργοδότες» (-3,0%), «Αυτοαπασχολούμενοι» (-9,6%). Επίσης δυναμική ήταν και η αύξηση του (ΔΚΕ) στο λιανικό εμπόριο (12,3%) η οποία όμως οφείλεται εν πολλοίς στον πληθωρισμό.
Αυτό όμως που συνάγεται από την αναλυτικότερη μελέτη των δεδομένων είναι ότι η όποια βελτίωση των μεγεθών του λιανικού εμπορίου δεν κατανέμεται ανάλογα μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου.
Όπως προκύπτει από την πρωτογενή έρευνα του ΙΝΕΜΥ, οι μικρότερες επιχειρήσεις, που αποτελούν και την συντριπτική πλειονότητα των εμπορικών επιχειρήσεων, μπορεί μεν να επιδεικνύουν μια σημαντική ανθεκτικότητα ωστόσο επιχειρούν να αποφύγουν την «τριπλή παγίδα»: των μειωμένων πωλήσεων, του αυξημένου λειτουργικού κόστους και του εύθραυστου χρέους.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ετήσιας Έκθεσης, οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εμπορικές επιχειρήσεις είναι: α) οι οικονομικές υποχρεώσεις (42,8%), β) η διαχείριση των ανατιμήσεων (25%) και γ) η ρευστότητα (23,6%). Η ενεργειακή κρίση επιδρά αρνητικά στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων καθώς για το 83,6% των εμπορικών επιχειρήσεων ο κύκλος εργασιών έχει επηρεαστεί αρνητικά από τις ανατιμήσεις στο κόστος ενέργειας ενώ το 30% των εμπορικών επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν αυξήσεις της τάξης 31%-50% στους λογαριασμούς ρεύματος.
Η τριπλή παγίδα σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση ενδέχεται να μετατρέψει, μεσοπρόθεσμα, τις εμπορικές επιχειρήσεις σε «παθητικούς αποδέκτες» των mega-trends καθώς μόλις το 1,8% θεωρεί ως βασική πρόκληση το κόστος του «ψηφιακού μετασχηματισμού» και μόλις το 0,3% το κόστος της «πράσινης μετάβασης». Το στοιχείο αυτό τεκμηριώνει την ανάγκη υποστήριξης των εμπορικών επιχειρήσεων για έναν «δίκαιο» δίδυμο – ψηφιακό και πράσινο – μετασχηματισμό.
Την επιστημονική παρουσίαση της ΕΕΕΕ – 2022 έκαναν οι :
- Αν. Καθηγήτρια (ΕΚΠΑ) Βάλια Αρανίτου, επιστημονική διευθύντρια, ΙΝΕΜΥ- ΕΣΕΕ
- Δρ Χαράλαμπος Αράχωβας, οικονομολόγος – συντονιστής τμήματος Οικονομικής Ανάλυσης ΕΣΕΕ
- Δρ Μανώλης Μανιούδης, οικονομικός αναλυτής ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ
- Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Οικονομικών Κλαδικών Μελετών ICAP-CRIF
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας επεσήμανε:
«Τα αποτελέσματα της ΕΕΕΕ-2022 αναδεικνύουν για μια ακόμα φορά τον κεντρικό ρόλο του εμπορίου στην ελληνική οικονομία. Ξεχωριστή θέση συνεχίζουν να κατέχουν οι μικρές επιχειρήσεις οι οποίες παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις φαίνεται να αντέχουν. Χρειάζονται τη στήριξη της πολιτείας είτε μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων είτε μέσα από δημόσιες πολιτικές (τέλος επιτηδεύματος κλπ). Τα συμπεράσματα της Έκθεσης έρχονται επίσης να επιβεβαιώσουν τους βασικούς στόχους της Διοίκησης της ΕΣΕΕ που μέσα από την κεντρική δράση future of retail στοχεύει να φέρει σε επαφή όλο και μεγαλύτερο μέρος των μικρών εμπορικών επιχειρήσεων με τον αναγκαίο ψηφιακό μετασχηματισμό».
Ακολούθησε συζήτηση επί των ευρημάτων της Έκθεσης που συντόνισε ο δημοσιογράφος Μιχάλης Ψύλος και στην οποία συμμετείχαν οι Μιχάλης Αργυρού, πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, συντονιστής Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης, και Θεόδωρος Πελαγίδης, υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καθηγητής στο τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Ο κ. Αργυρού υποστήριξε πως «το εμπόριο είναι ευέλικτος και ανθεκτικός κλάδος, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις των συνεχών κρίσεων. Μια σειρά από ευνοϊκά στοιχεία μας κάνει αισιόδοξους για την πορεία της οικονομίας και του κλάδου και το 2023. Ωστόσο, ευθύνη κάθε κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση ενός σταθερού και προβλέψιμου οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος που θα διευκολύνει τα business plans, θα ενισχύει τις επενδύσεις, την απασχόληση».
Σύμφωνα με τον κ. Κουτεντάκη «το εμπόριο καταγράφει θετικές επιδόσεις αλλά παρατηρούνται σημαντικές ενδο-κλαδικές και ενδο-επιχειρηματικές ανισότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πολύ μικρές οι οποίες, παρά τις πιέσεις, παρουσιάζουν υψηλότερη παραγωγικότητα σε σχέση με τις μεγαλύτερες. Ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί να ευνοεί κάποιες επιχειρήσεις και κάποιες άλλες όχι, αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να δούμε και την κοινωνική του διάσταση, ιδιαίτερα στις μεγάλες αυξήσεις των τιμών των τροφίμων που επηρεάζουν τη συνολική καταναλωτική δαπάνη».
Ο κ. Πελαγίδης υπογράμμισε: «Η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανθεκτική, γεγονός που μας έχει εκπλήξει θετικά και αυτό αποτυπώνεται και στο εμπόριο, του οποίου ο κύκλος εργασιών το 2022 αυξήθηκε κατά 20,1% σε σχέση με το 2021. Ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός, εξαιτίας και της διεύρυνσης της μεσαίας τάξης στην Κίνα, η οποία αναμένεται να αυξήσει τη ζήτηση, εξέλιξη που μπορεί να αναδειχθεί σε ευκαιρία για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Ο κλάδος του λιανεμπορίου θα πρέπει να υιοθετήσει μια “omnichannel” προσέγγιση».
Ε Κ Θ Ε Σ Η
Βασικές Διαπιστώσεις
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον
- Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η ελληνική οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει μεγέθυνση της τάξης του 6,0% το 2022 για να μετριάσει τις επιδόσεις της το 2023 στο 1,6% λόγω του δυσμενούς εξωτερικού περιβάλλοντος.
- Ο πληθωρισμός (9,6%) για το 2022, όντας ιδιαίτερα υψηλός, επηρεάζει το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση.
- Στο εμπόριο δραστηριοποιούνται περισσότερες από 222.000 επιχειρήσεις και απασχολούνται σχεδόν 725.000 εργαζόμενοι.
- Ο κύκλος εργασιών στο εμπόριο υπερβαίνει τους αντίστοιχους των υπολοίπων δραστηριοτήτων και αναμένεται να ξεπεράσει φέτος τα 155 δισ. ευρώ.
- Η δυναμική του Γενικού Δείκτη Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) στο λιανικό εμπόριο είναι σημαντική καθώς μεγεθύνεται κατά 12,7% για το ενδεκάμηνο του 2022 σε σχέση με το αντίστοιχο του 2021. Ωστόσο, η αύξηση αυτή οφείλεται εν πολλοίς στον πληθωρισμό.
- Τα «Καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων» καταγράφουν τη σημαντικότερη αύξηση (29,3%) για το 2022, με τα «Έπιπλα – Ηλεκτρικά είδη – οικιακός εξοπλισμός» (16,1%), τα «Φαρμακευτικά – καλλυντικά» (11,3%) και τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων-Supermarkets (8,3%) να ακολουθούν.
- Λόγω του εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού, ο Δείκτης Όγκου (ΔΟ) καταγράφει χαμηλότερη μεγέθυνση σε σχέση με τον ΔΚΕ (3,6% για το ενδεκάμηνο του 2022). Μάλιστα, οι κατηγορίες των τροφίμων καταγράφουν μείωση: «Μεγάλα καταστήματα τροφίμων – Super markets» (-2,2%) και «Τρόφιμα – ποτά – καπνός» (-1,0%).
- Ο ΔΚΕ στο χονδρικό εμπόριο καταγράφει σημαντική αύξηση της τάξης του 24,5% για το πρώτο 9μηνο του 2022.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ελληνική αγορά εργασίας το 2022
- Το 2022 η απασχόληση στην ελληνική οικονομία ενισχύθηκε κατά 6,4%, επιταχύνοντας την ανοδική πορεία του προηγούμενου έτους.
- Το 2022 η τόνωση της απασχόλησης ήταν ισόρροπη μεταξύ των δύο φύλων αφού ο ρυθμός αύξησης για άνδρες και γυναίκες ήταν παρεμφερής (6,6% και 6,2%, αντίστοιχα).
- Αύξηση της απασχόλησης καταγράφηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, με τους νέους (έως 34 ετών) να σημειώνουν υψηλούς ρυθμούς, εξέλιξη που συνδέεται και με την επιτάχυνση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και ιδιαίτερα της προσωρινής (21,0%).
- Το ποσοστό ανεργίας συρρικνώθηκε σε 12,5% από 15,9%, πέρυσι, δηλαδή οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 140.451 άτομα στις ηλικίες 15-64.
- Το εμπόριο παραμένει και το 2022 ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας (με 17,4% των συνολικών θέσεων εργασίας), παρέχοντας απασχόληση σε 724.355 άτομα (αύξηση κατά 3,5%, σε σχέση με πέρυσι).
- Η ενίσχυση των θέσεων εργασίας στο εμπόριο οφείλεται αποκλειστικά στις κατηγορίες των «Οχημάτων» (10,5%) και του «Χονδρικού» (12,6%), ενώ η απασχόληση στο «Λιανικό» παρέμεινε αμετάβλητη (0,0%).
- Η κατά θέση στο επάγγελμα άνοδος της απασχόλησης στο εμπόριο αποδίδεται στην αύξηση των μισθωτών (11,1%) και μόνο, καθώς η απασχόληση στις υπόλοιπες κατηγορίες σημείωσαν υποχώρηση: «Εργοδότες» (-3,0%), «Αυτοαπασχολούμενοι» (-9,6%) και «Βοηθοί» (-22,4%), στοιχείο που τεκμηριώνει την αύξηση του μέσου μεγέθους της εμπορικής επιχείρησης.
- Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης στον κλάδο χάνουν έδαφος αφού η μερική συρρικνώθηκε σε 7,0% (από 8,3% πέρυσι) και η προσωρινή σε 3,1% (από 3,8% το 2021).
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η γενική εικόνα των εμπορικών ΑΕ και ΕΠΕ το 2021
- Οι ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπισαν ως ένα βαθμό και το 2021 λόγω της πανδημίας, επανήλθαν δυναμικά σε ανοδική πορεία.
- Από τα μέχρι τώρα διαθέσιμα ενοποιημένα αποτελέσματα των εμπορικών ΑΕ και ΕΠΕ, διαπιστώνεται σημαντική βελτίωση του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας του τομέα του εμπορίου.
- Ο κύκλος εργασιών των ΑΕ & ΕΠΕ στο εμπόριο αυξήθηκε κατά 19,2% το 2021.
- Τα μικτά κέρδη ενισχύθηκαν με ελαφρώς μικρότερο ρυθμό (16,6%).
- Σε επίπεδο καθαρών αποτελεσμάτων, τα συνολικά καθαρά κέρδη του εμπορίου κατέγραψαν εντυπωσιακή αύξηση κατά 69,4% σε ετήσια βάση.
- Αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου των εμπορικών ΑΕ & ΕΠΕ καταγράφεται και το 2021, αν και με μικρή επιβράδυνση του ρυθμού τους.
- Τα συνολικό ενεργητικό των ΑΕ και ΕΠΕ αυξήθηκε κατά 7,3%. Η μεταβολή αυτή προήλθε κυρίως από την αύξηση του κυκλοφορούντος (11,1%).
- Τα ίδια κεφάλαια των εμπορικών εταιρειών ενισχύθηκαν κατά 9,3% το 2021 σε σχέση με το 2020.
- Το συνολικό χρέος των εμπορικών ΑΕ και ΕΠΕ επιδεινώθηκε κατά 6,4% το 2021/2020, μεταβολή που προήλθε κυρίως από την αύξηση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων κατά 8,3%, ενώ οι μεσο-μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις διευρύνθηκαν με αρκετά μικρότερο ρυθμό (+2,6%).
- Η γενική ρευστότητα βελτιώθηκε οριακά σε 1,36 το τελευταίο έτος (από 1,34 το 2020).
- Ο δείκτης της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων διευρύνθηκε σημαντικά σε 19,6% το 2021 από 12,6% το προηγούμενο έτος, ενώ εκείνος της αποδοτικότητας των συνολικών κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε 7,5% το 2021 από 5,4% το 2020.
- Η συνολική απασχόληση στις εμπορικές ΑΕ και ΕΠΕ αυξήθηκε κατά 3,6% την περίοδο 2021/2020, με τη μέση απασχόληση να ενισχύεται σε 44,4 εργαζόμενους το 2021 από 42,9 το 2020.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η χαρτογράφηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο λιανικό εμπόριο (έρευνα ΙΝΕΜΥ 2022)
- Οι εμπορικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μια «τριπλή παγίδα»: μειωμένες πωλήσεις, αυξημένο λειτουργικό κόστος και εύθραυστο χρέος.
- Το 66% των επιχειρήσεων στεγάζεται σε μισθωμένη, ενώ το 32% των επιχειρήσεων σε ιδιόκτητη.
- Το 61,2% των εμπορευμάτων προέρχεται από την Ελλάδα, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το 68,2% για το 2021 και το 71,6% του 2020.
- Οι πιθανότητες διακοπής της συνεργασίας με τους προμηθευτές κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 παρουσίασαν μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος (27% έναντι 30% το 2021).
- Το πρώτο εξάμηνο του 2022, το 87,1% των επιχειρήσεων διατήρησε αμετάβλητο το επίπεδο της απασχόλησης, ποσοστό μικρότερο από το 90,6% του 2021.
- Για το 2022, ο αριθμός των επιχειρήσεων με εξαμηνιαίο κύκλο εργασιών έως 20.000 ευρώ μειώθηκε σε σχέση με το 2021 (40% από 54%).
- Ο εξαμηνιαίος κύκλος εργασιών της αντιπροσωπευτικής επιχείρησης καταγράφει αύξηση από το προηγούμενο έτος (61.532 ευρώ το 2022 από 58.038 ευρώ το 2021).
- H μέση εξαμηνιαία αξία αγοράς εμπορευμάτων για το πρώτο εξάμηνο του 2022 ανέρχεται σε 42.543 ευρώ, η οποία παρουσιάζει αύξηση της τάξεως του 25% περίπου σε σχέση με το 2021.
- Περίπου μία στις τέσσερις επιχειρήσεις έχει οφειλές προς την εφορία, ενώ μία στις πέντε έχει χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία, με την ίδια αναλογία να παρατηρείται και στους προμηθευτές.
- Στο πρώτο εξάμηνο του 2022 παρατηρείται αύξηση του ποσοστού των επιχειρήσεων με οφειλές προς την εφορία, ενώ μείωση παρουσιάζεται στο ποσοστό των επιχειρήσεων με οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
- Αύξηση πέντε ποσοστιαίων μονάδων παρατηρείται στο ποσοστό των επιχειρήσεων με οφειλές προς προμηθευτές για το 2022 (21%) συγκριτικά με το χαμηλό ποσοστό του 2021 (16%).
- Το ποσοστό των εμπορικών επιχειρήσεων με ανοιχτό επαγγελματικό δάνειο παρουσιάζει σημαντική αύξηση σχετικά με το πρώτο εξάμηνο του 2021 (26% από́ 17%).
- Τα ιδία κεφάλαια της επιχείρησης συνεχίζουν και αποτελούν τη βασικότερη πηγή́ χρηματοδότησης (88%), και μάλιστα σε ισχυρότερο βαθμό σε σχέση με το 2021 (81,8%).
- Σημαντική είναι η αύξηση της χρηματοδότησης από τα προσωπικά κεφάλαια του ιδιοκτήτη που καταγράφεται σε σχέση με πέρυσι (53,7% από 42,3%).
- Η επενδυτική́ δραστηριότητα στο λιανικό εμπόριο παρουσιάζει αξιοσημείωτη ενίσχυση συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη (16% το 2022 από 12,1% το 2021 και 11,6% το 2020).
- Οι ανατιμήσεις κόστους ενέργειας, η αύξηση κόστους εμπορευμάτων από τους προμηθευτές, η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, η φορολόγηση, το λειτουργικό κόστος και η έλλειψη ρευστότητας αποτελούν πλέον τα σημαντικότερα προβλήματα των εμπορικών επιχειρήσεων.
Επιπτώσεις των ανατιμήσεων του κόστους ενέργειας στο Λιανικό Εμπόριο
- Ο κύκλος εργασιών του 83,6% των εμπορικών επιχειρήσεων έχει επηρεαστεί αρνητικά από τις ανατιμήσεις στο κόστος ενέργειας.
- Το 25% των εμπορικών επιχειρήσεων υπολογίζει ότι η αρνητική επίδραση του ενεργειακού κόστους στον κύκλο εργασιών τους θα κυμανθεί μεταξύ 21-30%.
- Λόγω του ενεργειακού κόστους, το 76,7% των επιχειρήσεων εξωθήθηκε να αυξήσει τις τιμές των προϊόντων τους.
- Το 30% των εμπορικών επιχειρήσεων αντιμετωπίζουν αυξήσεις της τάξης 31%-50% στους λογαριασμούς ρεύματος.
- Το 40% των εμπορικών επιχειρήσεων καλούνται να πληρώσουν αυξημένες τιμές (11% έως 20%) στους προμηθευτές τους.
- Οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εμπορικές επιχειρήσεις εν μέσω «πολυκρίσεων» είναι: α) οι οικονομικές υποχρεώσεις (42,8%), β) η διαχείριση των ανατιμήσεων (25%) και γ) η ρευστότητα (23,6%).
- Οι «πολυκρίσεις» καθιστούν τις εμπορικές επιχειρήσεις «παθητικούς αποδέκτες» των mega-trends καθώς μόλις το 1,8% θεωρεί ως βασική πρόκληση το κόστος του «ψηφιακού μετασχηματισμού» και μόλις το 0,3% το κόστος της «πράσινης μετάβασης».
- Η «ενεργειακή κρίση» επιβραδύνει την επιστροφή της αγοράς στα προ-COVID-19 επίπεδα της, καθώς 4 στις 10 εμπορικές επιχειρήσεις εκτιμούν ότι θα χρειαστούν περισσότερα από δυο χρόνια για την ουσιαστική επιστροφή της αγοράς στα δεδομένα του 2019.
ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ
Μετασχηματισμοί της Καταναλωτικής δαπάνης
- Η κατανομή του αριθμού των νοικοκυριών ανά εισοδηματική κατηγορία μεταβάλλεται σημαντικά μεταξύ 2008 και 2021. Οι δύο ανώτερες εισοδηματικές κατηγορίες («2.801-3.500» και «3.501 και άνω») μειώνουν αισθητά το ποσοστό τους (από το 35% το 2008, στο 18,5% το 2021).
- Αντίστοιχα, οι εισοδηματικές κατηγορίες «έως 750», «751-1.100», «1.101-1.450», και «1.451-1.800» αυξάνουν σημαντικά το μερίδιό τους από 37,8%. το 2018 στο 53,5% το 2021. Αυτή η εξέλιξη καταδεικνύει μια σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω των επάλληλων κρίσεων.
- Όλα τα νοικοκυριά, ανεξαρτήτως εισοδήματος, μειώνουν την καταναλωτική τους δαπάνη κατά το πρώτο έτος της κρίσης υγείας (2020).
- Σημαντική πτώση της τάξης του 32,9% καταγράφει η συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών μεταξύ του 2008 και του 2021.
- Κατά το 2019, τα νοικοκυριά που σημειώνουν σημαντικότερη αύξηση της καταναλωτικής τους δαπάνης είναι αυτά των κατηγοριών «μέχρι 750 ευρώ», «από 751 έως 1.100 ευρώ».
- Τα στοιχεία του 2019 αναφορικά με την καταναλωτική δαπάνη επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι τα χαμηλότερα εισοδήματα έχουν υψηλότερη ροπή προς κατανάλωση σε σχέση με τα υψηλότερα.
- Κατά το 2021, τα νοικοκυριά των εισοδηματικών κατηγοριών «από 3.501 ευρώ και άνω», «από 1.101 έως 1.450 ευρώ» και «από 1.801 έως 2.200 ευρώ» είναι αυτά σημειώνουν σημαντικότερη αύξηση της καταναλωτικής τους δαπάνης.
- Κατά την τετραετία 2018-2021, η περιφερειακή κατανομή της καταναλωτικής δαπάνης φαίνεται να μην μεταβάλλεται, γεγονός που φανερώνει την «επιμονή» των περιφερειακών ανισοτήτων και σε σχέση με τη διάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης.
- Οι περιφέρειες της Στερεάς Ελλάδας, της Δυτικής Ελλάδας, της Ηπείρου, της Πελοποννήσου, του Βορείου Αιγαίου, της Θεσσαλίας και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης είναι αυτές που η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών τους υπολείπεται σταθερά (και κατά σημαντικό βαθμό) από τον εθνικό μέσο όρο. Αντίθετα η περιφέρεια Αττικής αυξάνει σταθερά το ποσοστό της ως προς τον εθνικό μέσο όρο της καταναλωτικής δαπάνης.
- Η καταναλωτική δαπάνη όλων των νοικοκυριών για τα είδη διατροφής και για τα μη οινοπνευματώδη ποτά γνωρίζει μια αυξητική τάση. Το 2008 το ποσοστό της δαπάνης για τα είδη διατροφής ως προς τη συνολική δαπάνη των νοικοκυριών ανέρχεται στο 16,4%, ενώ τα έτη 2020 και 2021 ανήλθε σε 23,1% και 22,0% αντίστοιχα.
- Η δαπάνη για τα είδη καπνού διαγράφει μια πτωτική τροχιά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, με εξαίρεση το πρώτο έτος της πανδημίας (2020).
- Η ποσοστιαία συμμετοχή της δαπάνης για ένδυση και υπόδηση σημειώνει σημαντική πτωτική τάση. Ωστόσο, το 2021, εμφανίζει μια οριακή ανάκαμψη της τάξης του 0,3%, γεγονός που σημαίνει πως για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων θα χρειαστούν τα δεδομένα των επόμενων ετών.
- Τα ποσοστά της δαπάνης για οικιακές συσκευές καταγράφουν μια σταθερή πτωτική τάση κατά τα εξεταζόμενα έτη (2008, 2018-2021). Μόνο το 2021, το ποσοστό παραμένει, σε ετήσια βάση, αμετάβλητο.
- Μεταξύ 2008 και 2021 η δαπάνη των νοικοκυριών για τα είδη ένδυσης σημειώνει πτώση κατά 60% και για τα είδη υπόδησης κατά 56%.