Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

20 Ιουλίου ‘74: Μια μαρτυρία ενός απλού στρατιώτη… ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ στις 20/07/2021

Αυτό το κομμάτι που ακολουθεί το χρωστάω στην ψυχή μου και σε όσους νοιώθουν. Κάθε χρόνο “βλέπω” όσα έζησα τότε…

Σωτ. Σ. Στανωτάς |> Τον άφησα, απλώς, να μιλάει… Προχτές το βράδυ…  Έτσι ξαφνικά, χωρίς να τον ρωτήσω, κοίταξε γύρω του και άρχισε να μιλάει…
Ξημερώνει 20 Ιουλίου 201…
Νύχτες τώρα, κάθε βράδυ προσπαθώ να κοιμηθώ αλλά είναι αδύνατο…. Γυρίζω από τα μπαρ σ’ ένα νησί του Αιγαίου κοντά, πολύ κοντά στα παράλια της Μικρασίας και βλέπω όλους γύρω μου να χαίρονται και να απολαμβάνουν τούτο τον μοναδικό τόπο που μας χάρισε το Σύμπαν, ο Θεός, πέστε το όπως θέλετε…

Μόνο που εγώ, όπως κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, δεν μπορώ να ελέγξω ούτε το νευρικό μου σύστημα, ούτε τον εγκέφαλό μου… Χωρίς να το θέλω, βλέπω συνέχεια σαν σε φωτογραφία όσα έζησα τότε…

Μ΄ ένα καρφί στο κεφάλι και ένα στην καρδιά…

Ιούλιος 1974… Σε λίγες μέρες θα ορκιζόμαστε Δόκιμοι Ανθυπολοχαγοί. Η εκπαίδευση στην ΣΕΑΠ τελείωνε και όλοι περιμέναμε τη μέρα εκείνη… Πιο πολύ εγώ γιατί είχα γίνει δεκτός από τα ΛΟΚ και ονειρευόμουνα κιόλας της πρώτη μέρα της νέας εκπαίδευσης…

Σαν αυτές τις μέρες, σήμερα, πριν από τριάντα τόσα χρόνια… Αποκομμένοι από τον έξω κόσμο πήραμε διαταγή να κινηθούμε προς τους χώρους διασποράς, γιατί στην Κύπρο κάτι γίνεται…

Η διαταγή εξετελέσθη σε χρόνο μηδέν… Βρισκόμαστε ήδη υπό συνθήκες εκστρατείας, εκεί που τα σχέδια όριζαν… Το βλέπω ακόμη και σήμερα μπροστά μου να εκτυλίσσεται σαν ταινία… Και θυμάμαι…

Θυμάμαι τον Λοχαγό μας Παύλο… να λέει με εκείνη την χαρακτηριστικά βραχνή φωνή του:

-Ρε σεις, μας έτυχε ο πρώτος αριθμός του λαχείου… Θα πολεμήσουμε για την πατρίδα…

Οι μέρες περνούσαν ώσπου μάθαμε για την απόβαση του Αττίλα… Τρελαθήκαμε…

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Απόγευμα της 20ης Ιουλίου με φώναξε ο λοχαγός:

Ετοιμασθείτε. Το βράδυ θα κινηθούμε προς… (μου ανέφερε ένα μέρος στα νότια παράλια της Κρήτης)

Το βράδυ έφτασε και ξεκινήσαμε… Μόλις κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα ο Λοχαγός μας ζήτησε να συνταχθούμε, πήρε κανονικά αναφορά και… άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Ακολουθήσαμε όλοι.

Και μέσα στη νύχτα , εκεί κάπου στα παράλια, με πίσω μας τον Ψηλορείτη και μπροστά μας το πέλαγος, ο Ύμνος προς την Ελευθερία γέμισε την ερημιά…

Δίπλα μου ο Νικόλας έκλαιγε, εγώ με κόπο συγκρατούσα τα δάκρυά μου… Αλλά τι λέω; Εδώ ο πιο σκληρός εκπαιδευτής πού είχαμε, έξη μήνες, τώρα, στην Σχολή, ο Λοχαγός μας, τραγουδούσε και η φωνή του ράγιζε… Έκλαιγε, ή μάλλον λύσσαγε με δάκρυα στα μάτια…

Ημιανάπαυση, φώναξε στο τέλος. Η φωνή του είχε αποκτήσει και πάλι το μέταλλο της…

-Σύμφωνα με τους κανονισμούς το Τμήμα σας θεωρείται επίλεκτο, αφού αποτελείται από Αξιωματικούς. Μετά την εκπαίδευσή σας είστε έτοιμοι να ηγηθείτε του πιο σημαντικού μέρους του Ελληνικού Πεζικού: Της διμοιρίας…

Από τα ξημερώματα η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Από τα ξημερώματα οι αδελφοί μας οι Κύπριοι με την βοήθεια και των ανδρών της ΕΛΔΥΚ ξαναγράφουν ιστορία ως γνήσιοι απόγονοι του Καραολή του Δημητρίου του Παλληκαρίδη και των άλλων αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Οι επικοινωνίες είναι δύσκολες αλλά ξέρουμε ότι ακόμη κρατάνε…

Σε λίγη ώρα θα επιβιβαστούμε στα αποβατικά πού βρίσκονται πίσω μας… Είναι τιμή μου που θα Διοικήσω νέους Έλληνες αξιωματικούς. Ο προορισμός δεν μας έχει ανακοινωθεί. Μπορεί και να ‘ναι η Κύπρος. Μακάρι να ‘ναι η Κύπρος… Ετοιμασθείτε για επιβίβαση και να θυμάστε τι έλεγαν οι Σπαρτιάτες: Αφού θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, ας διαλέξουμε εμείς τον τρόπο, τον τόπο και την αιτία…

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Είχαμε ξεκινήσει κάποιες ώρες από την Κρήτη… Το μελτέμι ήταν στην πρύμη μας… Στην αρχή δεν μιλούσε κανείς. Μόνο ο Νικόλας είχε πρόβλημα με την ναυτία πού τον έκανε να ξερνάει κάθε λίγο:

-Βρε γαμώ το κεφάλι μου… έβριζε. Κοίτα που θα φτάσω σαν κοτόπουλο και δεν θα προλάβω να φάω ούτε έναν… Αυτό τον απασχολούσε…

Δίπλα μας οι υπόλοιποι προσπαθούσαν βολευτούν… Άκουγες τα πιο απίθανα πράγματα:

Ρε σεις, έχει πάει κανείς στην Κύπρο; Εγώ απάντησε ο Σταύρος, από εκεί είμαι! Από την Κερύνεια…

Άρχισαν τότε όλοι να τον ρωτούν τα πιο απίθανα και τα πιο παιδικά πράγματα…

Οι κουβέντες, όλη η ατμόσφαιρα, δεν μύριζαν φόβο. Αγωνία μύριζαν, ανάμικτη με αρμύρα, πετρέλαιο και σκουριά…

Ρε μαλάκα, μου λέει ο Νικόλας, καθώς συνέχιζε να ξερνάει, δεν φοβάμαι. Αλλά θα τα βγάλουμε πέρα, ή θα ξεφτιλιστούμε εντελώς;

Αυτή η αγωνία μας έτρωγε όλους… Θα τα βγάλουμε πέρα; Ή θα μείνουμε στην ιστορία σαν… χέστες;

Οι μόνοι σε μια ιστορία αιώνων, γεμάτη άντρες και περιφρόνηση του θανάτου. Γεμάτη με εκείνη την τρέλα που σε οδηγεί πέρα από τα όρια του ανθρώπου. Θα τα βγάλουμε πέρα;

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Ξαφνικά, η μηχανή του καραβιού που μας μετέφερε έκανε κράτει… Και ελάχιστα αργότερα σταμάτησε εντελώς… Εκεί κάτω που βρισκόμασταν ήταν αδύνατο να δούμε έξω, ήταν αδύνατο να καταλάβουμε τι συμβαίνει… Και ο χρόνος άρχισε να παίρνει διαφορετική διάσταση… Τα δευτερόλεπτα φαινόντουσαν αιώνες… Αμίλητοι κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο… Και περιμέναμε… Σαν ζώα της στεριάς ριγμένα στη θάλασσα… Και φορτωμένα…

Απόλυτη ησυχία… Κανείς δεν έβγαζε άχνα… Ψάχναμε ο ένας το βλέμμα του άλλου… Από την πρύμη ακούστηκε φασαρία… Ο Λοχαγός… Μας κοίταξε από ψηλά όλους… και εξαφανίστηκε από μια σκάλα…

Οι ώρες περνούσαν… Το καράβι χωρίς μηχανή είχε πια το κύμα στο πλάι και κούναγε, κούναγε σαν κούνια μωρού…

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Δεν θυμάμαι πόσες ώρες πέρασαν… Ξαφνικά η μηχανές άρχισαν πάλι να δουλεύουν… Αργά στην αρχή και σε λίγο ταξιδεύαμε και πάλι. Μόνο πού πάλι δεν ξέραμε πού πηγαίναμε…

Είχε σχεδόν ξημερώσει όταν μας ειδοποίησαν να ετοιμαστούμε για αποβίβαση… Επιτέλους σκεφθήκαμε. Έφτασε η ώρα μας… Σφίξαμε τα όπλα και ετοιμαστήκαμε…

Ο καταπέλτης άνοιξε και μια παραλία φάνηκε… Αρχίσαμε συντεταγμένοι και ήρεμοι να βγαίνουμε…

Συνταχθείτε για αναφορά ,φώναξε ο επιλοχίας…

Στεκόμαστε μέσα στην απόλυτη ησυχία του ξημερώματος και περιμέναμε… Περιμέναμε να μιλήσει ο Λοχαγός…

Επιτέλους, σαν να καταλάβαινε την αγωνία μας μίλησε. Χωρίς μέταλλο και πάλι η φωνή του:

– Οι Εφιάλτες χτύπησαν και πάλι, είπε και η φωνή του αντήχησε στην παραλία σαν ουρλιαχτό λύκου… Μας γύρισαν πίσω…

Δεν είπε τίποτε άλλο… Τίποτε….

Μας γύρισαν πίσω… Και από τότε, τριάντα (σ.σ. σαράντα) τόσα χρόνια μετά, αυτή θύμηση μένει σαν καρφί στο κεφάλι μου και την ψυχή μου…

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: